Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

Κοινωνικοπολιτική σημασία της αναθεώρησης του Συντάγματος, Νίκος Νικητόπουλος, Δικηγόρος

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ
Κοινωνικοπολιτική σημασία της αναθεώρησης του Συντάγματος

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Βασική στόχευση αυτής της συγγραφής, θα είναι να προσπαθήσουμε να αναδείξουμε την σημασία του Σ., όπως αυτό αναθεωρήθηκε το 2001, δηλ. με την πιο πρόσφατα ολοκληρωμένη αλλά και εκτεταμένη(1) από την μεταπολίτευση του 1974 μέχρι σήμερα, αναθεώρηση. Και βέβαια, θα επιχειρηθεί αναφορά και στην ευρισκόμενη σε εξέλιξη νέα αναθεωρητική διαδικασία, η οποία ξεκίνησε στην προηγούμενη βουλευτική περίοδο, το 2006, με τις προτάσεις των κοινοβουλευτικών κομμάτων(2),(3) και συνεχίζεται στις μέρες μας.(4)
2. Προκειμένου όμως το εγχείρημά μας να έχει θετική έκβαση, αλλά κυρίως να στηρίζεται σε στέρεη βάση, θα ξεκινήσουμε από μια γενική θεώρηση του τι είναι Σύνταγμα και ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του. Η ανάλυσή μας θα χρησιμοποιήσει ως εργαλείο την μαρξιστική-λενινιστική σκέψη και θα είναι ιδωμένη από την οπτική γωνία των συμφερόντων της εργατικής τάξης.
Στη συνέχεια, θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε την ιστορική συγκυρία και τα κύρια χαρακτηριστικά του πρώτου μεταπολιτευτικού Συντάγματος του 1975, το οποίο αποτέλεσε την βάση όλων των μετέπειτα αναθεωρήσεων και στο οποίο, όπως θα δούμε παρακάτω, γίνεται συχνή αναφορά από τις πολιτικές δυνάμεις που κίνησαν και συμμετείχαν στις επόμενες αναθεωρήσεις.
Κατόπιν, θα κάνουμε μια αναφορά στην πολιτική συγκυρία και στα βασικά χαρακτηριστικά της αναθεώρησης του 1986 και τελικά, θα επικεντρώσουμε στην ιστορική συγκυρία και στα βασικά χαρακτηριστικά της αναθεώρησης του 2001. Βεβαίως, δεν θα αφήσουμε ασχολίαστη και την <<φυσική>> συνέχεια της αναθεώρησης του 2001, δηλ. την εν εξελίξει ευρισκόμενη αναθεώρηση.

ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ
1. Τι είναι το Σύνταγμα-Ποια τα κύρια χαρακτηριστικά του
Το Σύνταγμα είναι καρπός της αστικής επανάστασης και του αγώνα της ανερχόμενης αστικής τάξης ενάντια στη φεουδαρχία. Αποτελεί ένα από τα συστατικά του πολιτικού και νομικού εποικοδομήματος των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, στενά συνδεδεμένο με άλλα τέτοια στοιχεία, όπως η τυπική ισότητα, το Κοινοβούλιο, το αντιπροσωπευτικό κράτος .(5)
Ταυτόχρονα, το Σύνταγμα αποτελεί τον θεμελιώδη νόμο του κράτους, <<το νόμο των νόμων>>, όπως γράφει ο Μαρξ, (6) που κατοχυρώνει τη μορφή της κρατικής συγκρότησης, προσδιορίζει τους βασικούς κρατικούς και πολιτικούς θεσμούς, τη λειτουργία και τη μεταξύ τους σχέση και τις βασικές αρχές των πιο σημαντικών πτυχών των κοινωνικών σχέσεων.(6)
Ο μαρξισμός-Λενινισμός αποκαλύπτει την ταξική φύση των Συνταγμάτων. Ο Λένιν λέει χαρακτηριστικά πως <<όλα τα συντάγματα που ως τώρα υπήρξαν κατοχύρωναν τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων>>(7) και πως <<η μεγαλοαστική τάξη… πάντα θα παίρνει με το ένα χέρι το σύνταγμα για τον εαυτό της, ενώ με το άλλο χέρι θα αφαιρεί τα δικαιώματα από το λαό ή θα αντιδρά στη διεύρυνση των δικαιωμάτων του λαού>>. (8) Αλλά και ο Μαρξ υπογράμμιζε(9),(10) πως το δίκαιο αποτελεί έκφραση του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής, αποτελεί την υψωμένη σε νόμο βούληση της άρχουσας τάξης η οποία φροντίζει να εμφανίζει τα συμφέροντά της ως γενικά συμφέροντα όλης της κοινωνίας και πως η συνταγματική δημοκρατία είναι η πιο ολοκληρωμένη μορφή της κυριαρχίας της αστικής τάξης.
Οι θεμελιωτές του Μαρξισμού-Λενινισμού τόνιζαν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά των αστικών Συνταγμάτων : Την εξαγγελία της τυπικής ισότητας, όπου τα αστικά Σύνταγμα ορίζουν ως υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων τον αφηρημένο άνθρωπο, έναν άνθρωπο έξω και πέρα από την κοινωνία, τις κοινωνικές σχέσεις, τις τάξεις. (11)
Την κατοχύρωση της ιδιοκτησίας.(12) Το γεγονός ότι το Σύνταγμα εκφράζει στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή τον συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στις τάξεις και σ’ αυτό αντανακλάται η πίεση της εργατικής τάξης, με τη θέσπιση διατάξεων που διακηρύσσουν τη βελτίωση της κοινωνικής και πολιτικής της θέσης, στο πλαίσιο του υπάρχοντος τρόπου παραγωγής.(13)Το γεγονός ότι στο Σύνταγμα αντανακλώνται οι ενδοαστικές αντιθέσεις, όπου οι διάφορες ανταγωνιζόμενες μερίδες της αστικής τάξης, καταφεύγοντας σε συμβιβασμό, καθιερώνουν τους συνταγματικούς κανόνες του μεταξύ τους ανταγωνισμού, προσπαθώντας παράλληλα κάθε φορά να τους παραβιάζουν κάθε στιγμή για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους,(14), εισάγοντας έτσι και το χαρακτηριστικό της αυτουπονόμευσης του Συντάγματος από την αστική τάξη.Αυτό που απασχόλησε ιδιαίτερα τους θεμελιωτές του Μαρξισμού-Λενινισμού ήταν οι μέθοδοι παραβίασης του Συντάγματος, που βασίζονται στην ερμηνεία του. Ο Λένιν, απορρίπτει τις θεωρίες που υποστηρίζουν ότι η εφαρμογή του νόμου εξαρτάται από τη βούληση του νομοθέτη και ρίχνει το κύριο βάρος στο ρόλο του συσχετισμού των δυνάμεων. Αυτός είναι που θα καθορίσει ποια ερμηνευτική εκδοχή θα επικρατήσει, αν θα αξιοποιηθούν οι όποιες ασάφειες, αν θα γίνει χρήση αυτών ή των άλλων ερμηνευτικών δυνατοτήτων , των οποίων τα όρια χαράζει η γραμματική διατύπωση. (15) Ο Μάρξ, ασκώντας κριτική στο Γαλλικό Σύνταγμα που ίσχυσε από τον Ιούνη μέχρι τον Δεκέμβρη του 1848, δεν παρέλειψε να καυτηριάσει την τακτική του αστικού Συντάγματος να παραπέμπει για την εξειδίκευση των άρθρων που κατοχύρωναν σημαντικές λαικές ελευθερίες σε οργανικούς νόμους. (16) Ιδιαίτερα επίκαιρη είναι η παρατήρηση του Μάρξ για τη χρήση ρητρών, όπως η δημόσια ασφάλεια κλπ.Η ερμηνεία τους, η οποία γίνεται από τα όργανα του κρατικού μηχανισμού της κυρίαρχης τάξης, οδηγεί αναπόφευκτα στη συρρίκνωση ή και κατάλυση των συνταγματικών δικαιωμάτων που παρέχονται στις καταπιεζόμενες τάξεις.(17)

2. Πολιτική συγκυρία και κύρια χαρακτηριστικά του Συντάγματος του 1975

α) Πολιτική συγκυρία

Μετά από μια σειρά σημαντικά γεγονότα (Παρουσία και άνοδος του μαζικού αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, με αποκορύφωμα τις δύο καταλήψεις της Νομικής σχολής, τον Φεβρουάριο και Μάρτιο 1973, το αντιχουντικό κίνημα στο Πολεμικό Ναυτικό τον Μάιο 1973, τον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου στις 15-16-17 Νοέμβρη 1973 και την αιματηρή καταστολή του, που ακύρωσαν το γνωστό <<πείραμα Μαρκεζίνη>>, <<για φιλελευθεροποίηση>> του δικτατορικού καθεστώτος, την ανατροπή της δικτατορικής κυβέρνησης Παπαδόπουλου από το στρατιωτικό πραξικόπημα του Ταξίαρχου Ιωαννίδη, στις 25 Νοέμβρη 1973 και κυρίως, μετά το πραξικόπημα στην Κύπρο σε βάρος του Μακαρίου και την εισβολή στο νησί των τουρκικών στρατευμάτων που την ακολούθησε, αλλά και την, συνεπεία της τουρκικής εισβολής, κήρυξη στην Ελλάδα γενικής επιστράτευσης), υπό τον φόβο της ελληνικής άρχουσας τάξης και του αστικού πολιτικού κόσμου, μήπως η κατάσταση φύγει από τον έλεγχό τους, η δικτατορία παρέδωσε την εξουσία.Στις 23 Ιουλίου 1974 ήρθε στην Ελλάδα από το Παρίσι ο Κ. Καραμανλής και σχημάτισε την κυβέρνηση της λεγόμενης <<εθνικής ενότητας>>, από προσωπικότητες της προδικτατορικής ΕΡΕ και του <<κεντρώου>> χώρου. Το ΚΚΕ, ορθά, χαρακτήρισε αυτή την μεταβολή περιορισμένου χαρακτήρα, ως <<συμβιβασμό ανάμεσα στη χούντα, τους ιμπεριαλιστές και τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις>>.(18)Είχε ήδη επέλθει κατά τη διάρκεια της δικτατορίας η ριζοσπαστικοποίηση πλατιών λαικών μαζών και ήταν πια εκδηλωμένη η γενική λαική απαίτηση να μην επαναληφθούν οι <<ανώμαλες>> καταστάσεις του παρελθόντος.Καθώς είχε ωριμάσει στην Ελλάδα η ανάγκη για εκσυγχρονισμό του αστικού πολιτικού συστήματος, είχαμε εκείνη την περίοδο την ίδρυση της Ν.Δ. από τον Κ. Καραμανλή και του ΠΑΣΟΚ από τον Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ η Ε.Κ.( που έγινε ΕΚ.-Ν.Δ.) είχε επικεφαλής τον Γ. Μαύρο.Σημαντικό επίσης γεγονός εκείνης της περιόδου ήταν η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, μετά από 27 χρόνια παρανομίας, το οποίο αποτέλεσε τον βασικό πολιτικό παράγοντα της εργατικής και λαικής πάλης, καθώς αντιπάλεψε τις στρατηγικές επιλογές της πλουτοκρατίας και των κομμάτων της.Το ΚΚΕ, στις εκλογές του 1974 συμμετείχε στο σχήμα <<Ενιαία Αριστερά>>, το οποίο πήρε το 9,47% των ψήφων. Στις εκλογές του 1977 αυτοτελώς ως ΚΚΕ πήρε το 9,36% των ψήφων.Η <<αληθινή και σύγχρονος δημοκρατία>> στην οποία προσέβλεπε η Ν.Δ. ήταν μια κλασσική αστική δημοκρατία, με ιδεολογία, όπως ορίστηκε, τον <<ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό>>, με φιλομονοπωλιακή πολιτική και εχθρική στάση απέναντι στο λαικό κίνημα και βασικότατη στρατηγική επιλογή της άρχουσας τάξης και δικής της, την ένταξη στην τότε ΕΟΚ.(Άλλωστε, ο ίδιος ο Καραμανλής, σε σχέση με τη διεθνή θέση της χώρας, είχε πει επιγραμματικά <<Ανήκομεν εις την Δύση>>). Η Ν.Δ. στις εκλογές 1974 πήρε ποσοστό 54,37% των ψήφων και στις εκλογές του 1977 ποσοστό μειωμένο κατά 12,53% μειωμένο.Από την άλλη, η δημιουργία του ΠΑ.ΣΟ.Κ. εξέφραζε σοσιαλδημοκρατικές τάσεις που προυπήρχαν κύρια σε τμήματα της νεολαίας της προδικτατορικής Ένωσης Κέντρου (Ε.Κ.), στα οποία προστέθηκαν και νεότερα ανάλογα πολιτικά ρεύματα. Εξέφραζαν ένα μικροαστικό <<αντιιμπεριαλισμό>>, αναμιγμένο με την αντίληψη <<κατά των δύο υπερδυνάμεων>>.Το ΠΑΣΟΚ, στα χρόνια που ήταν αντιπολίτευση (1974-1981), κινήθηκε στο πλαίσιο της πολιτικής διαχείρισης που εφάρμοζε η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία, με στοιχείο, μεταξύ άλλων, την προσπάθεια πειστικού διαχωρισμού από την <<επάρατη δεξιά>>. Η συνθηματολογία του ΠΑ.ΣΟ.Κ. κατά της πολιτικής <<της υποτέλειας>> στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, επί της ουσίας δεν εξέφραζε στόχο της ηγεσίας του να συγκρουστεί με συνέπεια κατά των ιμπεριαλιστικών οργανισμών. Ταυτόχρονα, πραγματοποίησε <<ανοίγματα>> και προς την πλουτοκρατία, παρέχοντάς της εγγυήσεις ακίνδυνης γι’ αυτήν <<εναλλακτικής λύσης>>. Το ΠΑΣΟΚ, στις εκλογές του 1974 έλαβε το 13,58% των ψήφων και στις εκλογές του 1977 αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση, συγκεντρώνοντας ποσοστό 25,34%.Η Ένωση Κέντρου αποδυναμώθηκε ως δεύτερος πόλος του δικομματισμού, αφού δεν μπόρεσε να μετεξελιχθεί σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες και γι’ αυτό υποχωρούσε σταδιακά (στις εκλογές του 1974 έλαβε ποσοστό 20,42% των ψήφων και αναδείχθηκε ως Αξιωματική Αντιπολίτευση, ενώ στις εκλογές του 1977 έλαβε μόλις το 11,95% των ψήφων) ώσπου, αργότερα, αφού ένα μεγάλο μέρος της απορροφήθηκε από το ΠΑ.ΣΟ.Κ., τελικά διαλύθηκε.

β) Κύρια χαρακτηριστικά του Συντάγματος του 1975

Μέσα στην πιο πάνω περιγραφείσα συγκυρία και με πολύ σύντομες διαδικασίες (συζήτηση εντός 2 περίπου μηνών, από Ιανουάριο μέχρι Μάρτιο 1975, στη συσταθείσα Επιτροπή, του Κυβερνητικού Σχεδίου Συντάγματος και στη συνέχεια συζήτησή του στην Ολομέλεια της Βουλής για άλλους 2 μήνες) ψηφίστηκε μόνο από την κυβερνητική πλειοψηφία της Ν.Δ., το Σύνταγμα του 1975, γιατί σύσσωμη η αντιπολίτευση είχε ήδη αποχωρήσει από τις 21.5.1975 από τη συζήτησή του (και από την ψήφισή του στις 7.6.1975).(19)Η τότε αντιπολίτευση, στο σύνολό της, είχε καταγγείλει το Σύνταγμα του 1975 ως αναχρονιστικό και συντηρητικό, ως Σύνταγμα της Ν.Δ. και όχι μόνο για τις υπερεξουσίες που χορηγούσε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στα πλαίσια της γενικότερης αντίληψής του περί σημαντικής ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας.(20)Πράγματι, βασικά χαρακτηριστικά του αυταρχικού και αντιδημοκρατικού αστικού Συντάγματος του 1975 ήταν:
1. Διατηρούσε το καθεστώς της εξάρτησης της χώρας.
α. Διατηρούσε την αυξημένη Συνταγματική ισχύ και προστασία του ν. 2687/1953, που παρείχε προνόμια και ασυδοσία στο ξένο και εφοπλιστικό κεφάλαιο (άρθρ. 107).
β. Καθιέρωνε τη δυνατότητα να εγκατασταθούν ή να διέλθουν από το ελληνικό έδαφος ξένες στρατιωτικές δυνάμεις, με απόφαση απλής πλειοψηφίας 150 βουλευτών (άρθρ. 27).
γ. Κυρίως, έδινε τη δυνατότητα να εκχωρηθούν αρμοδιότητες των οργάνων του ελληνικού κράτους σε υπερεθνικά όργανα, καθώς επίσης και να υπάρξουν περιορισμοί στην άσκηση της εθνικής κυριαρχίας (άρθρ. 28). Πρόκειται για την διάταξη που απετέλεσε το θεμέλιο της συμμετοχής της Ελλάδας στους διεθνείς οργανισμούς που ανήκει και ιδίως στην τότε ΕΟΚ, η οποία μετεξελίχθηκε στη συνέχεια σε Ευρωπαική Ένωση(Ε.Ε.). Κάτι που, όπως αναφέραμε πιο πάνω, ήταν ο βασικός στρατηγικός στόχος της αστικής τάξης και δρομολογήθηκε η υλοποίησή του αμέσως με την έναρξη ισχύος του Συντάγματος του 1975. Είναι χαρακτηριστικό την 11η Ιουνίου 1975, ημέρα που τέθηκε σε ισχύ το Σύνταγμα, η Κυβέρνηση της Ν.Δ. υπέβαλε, για λογαριασμό της Ελλάδας, την αίτηση ένταξης της χώρας μας στην τότε ΕΟΚ. (21)
2. Αναγνώριζε και προστάτευε ως βασικό συνταγματικό δικαίωμα την ατομική ιδιοκτησία (άρθρ. 17). Ταυτόχρονα θεσμοθετούσε την κρατική παρέμβαση προς όφελος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αφού πρόβλεπε την δυνατότητα εξαγοράς ιδιωτικών επιχειρήσεων ή την υποχρεωτική συμμετοχή του κράτους σ’ αυτές, με την καταβολή πλήρους αποζημίωσης στους ιδιοκτήτες.(άρθρ. 106). Ήταν η περίφημη εποχή, που συνεχίστηκε και τα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ (1981-1989), όπου το κράτος αναλάμβανε να εξυγιάνει υπερχρεωμένες ιδιωτικές επιχειρήσεις και να τις λειτουργήσει σε τομείς όπου το ιδιωτικό κεφάλαιο δεν μπορούσε, λόγω υψηλού κόστους, ή δεν ήθελε να επενδύσει και έτσι δημιουργήθηκαν οι περίφημες Δημόσιες Επιχειρήσεις (ΔΕΚΟ), οι οποίες αργότερα και μέχρι τις μέρες μας επιστρέφουν, απαλλαγμένες από χρέη, στρατηγικής σημασίας στον κλάδο τους και πολλές φορές κερδοφόρες, στους ιδιώτες, για να κερδίσουν, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας και της απελευθέρωσης των αγορών.
3. Κατάστρωνε μια σειρά από ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα σημαντικά περιορισμένα, ενώ διατηρούσε την δυνατότητα της εκτόπισης.Είτε για ορισμένα από αυτά παρέπεμπε για τον ιδιαίτερο προσδιορισμό του περιεχομένου τους και επομένως για την επιβολή περιορισμών σε αυτά, σε εκτελεστικούς του Συντάγματος νόμους, όπως για το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία(άρθρ.5), στην προσωπική και οικογενειακή ζωή (άρθρ. 9), στο απόρρητο της επικοινωνίας (άρθρ. 19) κλπ.Είτε για ορισμένα από αυτά προέβλεπε απ’ ευθείας το ίδιο το Σ. περιορισμούς ή και απαγορεύσεις, ή παρέπεμπε σε νόμους για τους προβλεπόμενους στο Σ. περιορισμούς, όπως για το δικαίωμα της απεργίας (άρθρο 23), το οποίο απαγορευόταν για τους δικαστικούς καιτους υπηρετούντες στα σώματα ασφαλείας και προβλεπόταν σοβαρά περιορισμένο για τους δημοσίους υπαλλήλους, τους υπαλλήλους των ΟΤΑ, των Ν.Π.Δ.Δ. και το προσωπικό των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, για το δικαίωμα του συναιτερίζεσθαι (άρθρ. 12), το οποίο μπορούσε να περιοριστεί για τους δημοσίους υπαλλήλους, τους υπαλλήλους των ΟΤΑ και των Ν.Π.Δ.Δ., το δικαίωμα της συνάθροισης σε δημόσιους χώρους (άρθρ. 11), το οποίο μπορούσε να απαγορευθεί από την αστυνομική αρχή, με την επίκληση της περίφημης ρήτρας περί σοβαρού κινδύνου για τη δημόσια ασφάλεια, ή τα πολιτικά δικαιώματα (υπό την έννοια της οποιασδήποτε εκδήλωσης υπέρ κομμάτων) τα οποία περιορίζονταν ρητά για τους δικαστικούς λειτουργούς, τους στρατιωτικούς, τους υπηρετούντες στα σώματα ασφαλείας και τους δημοσίους υπαλλήλους και τα πολιτικά δικαιώματα (υπό την έννοια της ενεργού δράσης υπέρ κομμάτων) τα οποία περιορίζονταν για τους υπαλλήλους των ΟΤΑ, των Ν.Π.Δ.Δ. και των δημοσίων επιχειρήσεων.
4. Θωράκιζε με σημαντικές αρμοδιότητες (εκτελεστικές και νομοθετικές ακόμα), κάνοντάς την εξαιρετικά ισχυρή, την εκτελεστική εξουσία, μοιράζοντάς τες όμως ανάμεσα στους δύο πόλους αυτής, την Κυβέρνηση και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.(21)
α) Ιδιαίτερα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ενώ εκλεγόταν από τη Βουλή, εξοπλιζόταν με τέτοιες και τόσες υπερεξουσίες που, θα μπορούσε να υποστηριχθεί και υποστηρίχθηκε ευρύτατα, ότι δεν συνάδουν απολύτως με το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης (που κύριο χαρακτηριστικό του είναι η Κυβέρνηση να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης αποκλειστικά της Βουλής) και μετακινούσε το πολίτευμα προς το ημιπροεδρικό. (22) Οι κυριότερες από αυτές τις αρμοδιότητες ήταν η δυνατότητα να διαλύει τη Βουλή, παρά την αντίθετη βούληση της Κυβέρνησης και της κυβερνητικής της πλειοψηφίας στη Βουλή, η δυνατότητα, σε περίπτωση μη υπάρξεως αυτοδύναμης πλειοψηφίας, να δίνει εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης σε οποιοδήποτε πρόσωπο, ακόμα και εκτός Βουλής, η δυνατότητα να προκηρύσσει μόνος του (χωρίς προσυπογραφή μέλους της Κυβέρνησης) δημοψήφισμα για κρίσιμο εθνικό θέμα, να μπορεί να εκδίδει και πάλι μόνος του διαγγέλματα και βεβαίως να μπορεί να αναπέμπει στη Βουλή ψηφισμένα νομοσχέδια, αλλά και να εκδίδει (και πάλι μόνος του) οργανωτικά διατάγματα για την διάρθρωση των υπηρεσιών του Κράτους (καθαρά νομοθετική αρμοδιότητα) και ακόμα, με τη σύμπραξη της Κυβέρνησης να μπορεί να θέτει σε εφαρμογή το νόμο περί καταστάσεως πολιορκίας, στη διάρκεια εφαρμογής του οποίου είναι δυνατόν να αναστέλλονται μια σειρά από ατομικές ελευθερίες και δικαιώματα και να συστήνονται έκτακτα στρατοδικεία, όπως επίσης και η δυνατότητα, σε σύμπραξη με την
β) Αλλά και η Κυβέρνηση, μέσω της κυβερνητικής πλειοψηφίας ήταν πανίσχυρη, με άμεση συνέπεια την αντίστοιχη υποβάθμιση της Βουλής, ιδιαίτερα υπό την έννοια του περιορισμού του ρόλου της μειοψηφίας, με κλασσικότερο παράδειγμα την προβλεπόμενη αδυναμία συγκρότησης Εξεταστικών Επιτροπών (την ισχυρότερη μορφή ελέγχου της Κυβέρνησης), ιδιαίτερα για ζητήματα που αφορούσαν την εξωτερική πολιτική και εθνική άμυνα, όπως βέβαια και την δυνατότητα, με την ευχέρεια ψήφισης καλπονοθευτικών εκλογικών νόμων, ενίοτε και με τη συμφωνία του δεύτερου κόμματος (στα πλαίσια του δικομματισμού) να μπορεί να εξασφαλίζει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία δεν ανταποκρίνονταν στη θέληση του λαού.
5. Περιόριζε σημαντικά την ανεξαρτησία και ουσιαστικά επέβαλλε την εξάρτηση της δικαιοσύνης από την εκάστοτε Κυβέρνηση, κύρια μέσα από τον διορισμό της ηγεσίας (των Προέδρων και Αντιπροέδρων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων, δηλ. του Αρείου Πάγου, του ΣτΕ και του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) από το Υπουργικό Συμβούλιο, αλλά και την ex officio συμμετοχή και την εντεύθεν επιρροή τους, των Προέδρων των τριών πιο πάνω Ανωτάτων δικαστηρίων στα Δικαστικά Συμβούλια που κρίνουν την προαγωγή και τις μετακινήσεις των δικαστικών λειτουργών. Αξίζει να σημειωθεί εδώ πως όλα σχεδόν τα πιο πάνω περιγραφέντα συντηρητικά και αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά του Συντάγματος του 1975 είχαν καυτηριαστεί ιδιαίτερα από τον Α. Παπανδρέου, τότε αρχηγό του ΠΑΣΟΚ, ιδιαίτερα δε εκείνα που αφορούσαν στην εξάρτηση της χώρας και τον περιορισμό των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, (23) στην συνταγματική προστασία του ξένου κεφαλαίου,(24) στους σοβαρούς περιορισμούς βασικών ατομικών δικαιωμάτων, όπως της απεργίας(25) και της συνδικαλιστικής ελευθερίας των δημοσίων υπαλλήλων κλπ.(26), στην εξάρτηση της δικαιοσύνης από την εκάστοτε Κυβέρνηση.(27)

3. Πολιτική συγκυρία και κύρια χαρακτηριστικά της αναθεώρησης του 1985/1986
α) Πολιτική συγκυρία

Ήδη, από τον Οκτώβρη του 1981, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. είχε αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας.(28). Ως Κυβέρνηση, αθέτησε όσα θετικά μεγάλης πολιτικής σημασίας περιέχονταν στην ιδρυτική του διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη 1974. Τα συνθήματα κατά του καπιταλισμού μετατράπηκαν σε <<αλλαγή>>, στη συνέχεια σε <<στενωπό>> και <<καμένη γη>> και όλο μεταφέρονταν στο μέλλον <<οι ακόμα καλύτερες μέρες>>, ώσπου φτάσαμε στις ανοιχτές επιθέσεις κατά των λαικών δικαιωμάτων. Τα συνθήματα για <<ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο>> διαδέχθηκαν η προσαρμογή και ενσωμάτωση στην Ε.Ο.Κ. (μέσα από την εφαρμογή της Κ.Α.Π., των Μ.Ο.Π., του Ταμείου Συνοχής, που στόχευαν στη συγκέντρωση της γης και της παραγωγής στους μεγάλους καπιταλιστές, μέσω του ξεκληρίσματος των μικρομεσαίων αγροτών) αλλά και η προσαρμογή στο ΝΑΤΟ, με αποκορύφωμα την υπογραφή συμφωνίας για την ανανέωση της παραμονής των αμερικανονατοικών βάσεων στην Ελλάδα, το έτος ……
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ., ιδιαίτερα την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από αυτό (1981-1985) συνέχισε κασι διεύρυνε το πρόγραμμα της Ν.Δ. για την εξαγορά από το Δημόσιο ιδιωτικών επιχειρήσεων, δημιουργώντας δημόσιες επιχειρήσεις εκεί που το ιδιωτικό κεφάλαιο είτε αδιαφορούσε είτε δεν επιθυμούσε να επενδύσει, λόγω υψηλού κόστους. Έτσι δημιουργήθηκαν οι περίφημες ΔΕΚΟ και ιδρύθηκε και ένας Οργανισμός για την <<Ανασυγκρότηση των Επιχειρήσεων>>, όπως τον αποκαλούσε το ΠΑΣΟΚ.(29) (Αργότερα βέβαια, μετά το 1993, ο ίδιος Οργανισμός χρησιμοποιήθηκε για την διευκόλυνση του περάσματος αρκετών ΔΕΚΟ στους ιδιώτες ή για το κλείσιμο αρκετών εξ αυτών).Ιδιαίτερα την δεύτερη τετραετία της διακυβέρνησης της χώρας, δηλ. 1985-1989(30), η Κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. έδωσε την δυνατότητα στη λεγόμενη <<ιδιωτική πρωτοβουλία>>να παίξει τον ρόλο της ατμομηχανής για την οικονομία στα επόμενα χρόνια.Την ίδια περίοδο προχώρησε σε εισοδηματική πολιτική λιτότητας για τους εργαζόμενους και για να ελέγξει τις αντιδράσεις του συνδικαλιστικού κινήματος, δεν δίστασε να κάνει τι γνωσό <<πραξικόπημα>> στη ΓΣΕΕ, όταν κατάφερε με δικαστική απόφαση να καθαιρέσει την τότε σχηματισθείσα, αντίθετη με την πολιτική της, πλειοψηφία της Συνομοσπονδίας, στην οποία συμμετείχαν και στελέχη της δικής του παράταξης.Αναφορικά δε με το θέμα που εξετάζουμε, δηλαδή την αναθεώρηση του 1985-1986, η επιλογή του ΠΑ.ΣΟ.Κ. για προώθηση συνταγματικής αναθεώρησης, μετά από πολύχρονη και συγκεκριμένα από το 1977 σιγή και παραίτηση από την αναθεώρηση του αντιδραστικού Συντάγματος του 1975(31), φαίνεται να συμπίπτει με την στροφή 180 μοιρών που έκανε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στο ζήτημα της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας το

β) Χαρακτηριστικά της Αναθεώρησης του Συντάγματος 1985-1986

Με βάση την πιο πάνω περιγραφείσα πολιτική του ΠΑ.ΣΟ.Κ. εξηγείται γιατί το κόμμα αυτό ξέχασε τελείως τους λόγους για τους οποίους είχε και αυτό καταγγείλει το Σύνταγμα του 1975 ως συντηρητικό και αντιδημοκρατικό και στα πλαίσια της Αναθεώρησης του 1985-1986 περιορίστηκε στην αφαίρεση ορισμένων υπερεξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας, τις οποίες μετέφερε κύρια στην Κυβέρνηση (στον Πρωθυπουργό και το Υπουργικό Συμβούλιο) και δευτερευόντως στην κυβερνητική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία συνέχιζε και με το αναθεωρημένο Σύνταγμα μετά το 1986, να εκλέγεται με καλπονοθευτικούς εκλογικούς νόμους. Ειδικότερα:
* Αφαιρέθηκαν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κυρίως οι εξής αρμοδιότητες:
- Η δυνατότητα να διαλύει τη Βουλή, η οποία είχε την εμπιστοσύνη της από το κοινοβούλιο, με την επίκληση δυσαρμονίας με το λαικό αίσθημα. Η αρμοδιότητα διάλυσης της Βουλής πέρασε στην διακριτική ευχέρεια του Πρωθυπουργού, ο οποίος επικαλούμενος, έστω και προσχηματικά, όπως έγινε πολλές φορές, εθνικό θέμα, αιφνιδιάζοντας την Αντιπολίτευση, οδηγούσε σε εκλογές, για ανανέωση της λαικής εντολής(άρθρ. 41 παρ. 2), τις οποίες μάλιστα διενεργεί με την δική του και όχι με υπηρεσιακή Κυβέρνηση.
- Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχασε την δυνατότητα να μπορεί, σε περίπτωση που δεν υπήρχε αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, να δίνει εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης σε οποιοδήποτε πρόσωπο, ακόμα και εκτός Βουλής. Υποχρεώθηκε, στην πιο πάνω περίπτωση, να αναθέτει διερευνητική εντολή σχηματισμού κυβέρνησης κατά σειρά, μέχρι και στο 4ο σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμμα και μόνο σε περίπτωση αποτυχίας, στη συνέχεια (και πάλι με την συνδρομή ορισμένων προυποθέσεων) μπορούσε να ασκήσει τον ρυθμιστικό του ρόλο, αναθέτοντας στον Πρόεδρο ενός εκ των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας την εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης ευρύτατης αποδοχής για τη διενέργεια εκλογών (άρθρ. 37)
- Του αφαιρέθηκε η δυνατότητα να απευθύνει μόνος του διαγγέλματα προς τον ελληνικό λαό. Πλέον, για να κάνει κάτι τέτοιο και σε εντελώς εξαιρετικές περιστάσεις, θα πρέπει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να έχει την σύμφωνη γνώμη του Πρωθυπουργού, ο οποίος προσυπογράφει τα διαγγέλματα (άρθρ. 44 παρ. 3)
- Έχασε την δυνατότητα να εκδίδει μόνος του (χωρίς την προσυπογραφή μέλους της Κυβέρνησης) οργανωτικά διατάγματα για τη διάρθρωση των δημοσίων υπηρεσιών (τροποποίηση άρθρ. 43, με απάλειψη της παρ. 3)
- Έχασε την δυνατότητα να προκηρύσσει μόνος του με Π.Δ. δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα. Η προκήρυξη τέτοιων δημοψηφισμάτων μπορεί πλέον να γίνει μόνο ύστερα από πρόταση της Κυβέρνησης και λήψη απόφασης από την Βουλή, που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία των 151 βουλευτών, δηλ. την κυβερνητική πλειοψηφία (άρθρ. 44 παρ. 2 εδ. α΄)(32)
* Ταυτόχρονα όμως διατηρήθηκαν ορισμένες αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως η δυνατότητά του να αναπέμπει στη Βουλή ψηφισμένα νομοσχέδια (άρθρ. 35 παρ. 2 εδ. δ’).
Κυρίως όμως, διατηρήθηκε η δυνατότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, δηλ. με ευθύνη της Κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού, να εκδίδει, πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, ερήμην της Βουλής, με διάρκεια ισχύος μέχρι 40 ημερών, πριν έρθουν και εγκριθούν από την Βουλή.
* Σημαντικό επίσης είναι ότι διατηρήθηκε η δυνατότητα (απλώς μεταφέρθηκε η αρμοδιότητα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε σύμπραξη με την Κυβέρνηση, άλλοτε με Υπουργικό Συμβούλιο και άλλοτε με Πρωθυπουργό στην Βουλή, δηλ. στην Κυβερνητική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ύστερα από πρόταση της Κυβέρνησης) κήρυξης της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας όχι μόνο σε περίπτωση εξωτερικών κινδύνων, αλλά και εξ’ αιτίας εσωτερικών λόγων (απλώς άλλαξε η χρησιμοποιούμενη ορολογία από <<σοβαρή διαταραχή ή έκδηλη απειλή κατά της δημόσιας τάξης και ασφάλειας του κράτους>>, σε <<άμεση απειλή της εθνικής ασφάλειας, καθώς και αν εκδηλωθεί ένοπλο κίνημα για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος>>), κατά την διάρκεια της οποίας μπορούν να ανασταλεί η άσκηση σημαντικών ατομικών δικαιωμάτων και να συγκροτηθούν έκτακτα δικαστήρια.
Ενδεικτικό της μεταστροφής της στάσης του ΠΑ.ΣΟ.Κ. κατά την αναθεώρηση του 1985-1986 σε σχέση με εκείνη κατά την συζήτηση και ψήφιση του Συντάγματος του 1975 είναι ότι (33) δεν δέχθηκε καν να συζητηθεί ούτε μία από τις πολλές ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ που είχε καταθέσει το ΚΚΕ(34) και αφορούσαν στη θωράκιση και διεύρυνση των ατομικών ελευθεριών (όπως κατάργηση του περιορισμού του δικαιώματος συνεταιρίζεσθαι των δημοσίων υπαλλήλων κλπ., την περαιτέρω προστασία του δικαιώματος της απεργίας), στην κατάργηση των διατάξεων που καθιέρωναν την εξάρτηση της χώρας και τον περιορισμό των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, στην καθιέρωση ως πάγιου εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής, στην αναβάθμιση του ρόλου της Βουλής (μέσα από την δημιουργία μιας Διαρκούς Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής ελέγχου της εξωτερικής πολιτικής και άμυνας), στην κατάργηση της αυξημένης προστασίας του ξένου και εφοπλιστικού κεφαλαίου, στην προσπάθεια εξασφάλισης ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και απαλλαγής της από την όποια εξάρτηση από την εκάστοτε Κυβέρνηση.
Τελικά, η συνολική στάση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην διαδικασία της Αναθεώρησης του 1985-1986, υποχρέωσε το ΚΚΕ, που από την μια ήθελε την κατάργηση των υπερεξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά από την άλλη επιθυμούσε αυτές να μεταφερθούν σε μια αναβαθμισμένη δημοκρατικά βουλή και η αναθεώρηση να επεκταθεί και σε άλλα κρίσιμα αντικείμενα, να καταψηφίσει όσες αρνητικές διατάξεις εισήχθησαν ή διατηρήθηκαν(άρθρα 41 για την δυνατότητα του Πρωθυπουργού να προκαλεί εκλογές με την επίκληση εθνικού θέματος, 42 για την δυνατότητα αναπομπής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας νομοσχεδίου που έχει ψηφιστεί από την Βουλή, 44 για την έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου και για την διεξαγωγή δημοψηφισμάτων μόνο με την θέληση της Κυβέρνησης, και τέλος 48 για την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας) και να ψηφίσει <<παρών>> στο σύνολο την πρόταση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. για την Αναθεώρηση του 1985-1986.(35)
Παρόμοια στάση τήρησε και το <<ΚΚΕ εσ.>>.(36)Η Ν.Δ. που διαφωνούσε ριζικά με την Αναθεώρηση, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα κάποια διαδικαστικά ζητήματα, σε σχέση με τον χρόνο και με τον τρόπο ψήφισης των αναθεωρητέων διατάξεων, απεχώρησε από την ψηφοφορία. (37)

4. Πολιτική συγκυρία και βασικά χαρακτηριστικά της Αναθεώρησης 2001
α) Πολιτική συγκυρία
Από την αναθεώρηση του 1986 μέχρι εκείνη του 2001 μεσολάβησαν μια σειρά από πολύ σημαντικά γεγονότα, τόσο σε εσωτερικό, όσο και κυρίως σε διεθνές επίπεδο, τα οποία επηρέασαν καθοριστικά και τις εσωτερικές εξελίξεις.
Στο διάστημα 1989-1991 είχαμε τις ανατροπές στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, οι οποίες είχαν πολλαπλές αρνητικές συνέπειες, ανατρέποντας δραματικά τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων υπέρ του καπιταλιστικού συστήματος και σε βάρος των προοδευτικών δυνάμεων, του εργατικού και του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος.
Σε ιδεολογικό επίπεδο, κορυφώθηκε η επίθεση κατά της εργατικής τάξης με επιχειρήματα περί <<κοινωνικής συναίνεσης>> και <<κοινωνικών εταίρων>>, στο όνομα δήθεν του <<τέλους των ιδεολογιών>> και της <<αποτυχίας του υπαρκτού σοσιαλισμού>>. Η λεγόμενη <<παγκοσμιοποίηση>> (δηλαδή ο καπιταλισμός) παρουσιάστηκε ως μονόδρομος και ως αντικειμενική εξέλιξη, που καθιστά μάταιη την πάλη για την ανατροπή του και αυτό που χρειάζεται είναι η <<προσαρμογή>>.
Σε οικονομικό επίπεδο, αυξήθηκε η επιθετικότητα του διεθνούς μονοπωλιακού κεφαλαίου, για την αύξηση της κερδοφορίας, αλλά και ο ανταγωνισμός μεταξύ των πολυεθνικών ομίλων για την κατάκτηση των νέων αγορών. Σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες προωθούνται καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, οι οποίες δεν αφήνουν πλευρά ή πτυχή των λαικών δικαιωμάτων που να μην τη βάζουν στο στόχαστρο. Προωθείται η διάλυση της κοινωνικής ασφάλισης και η μείωση των συντάξεων, η μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων μέσα από την μείωση του εργασιακού κόστους μισθών. Ιδιωτικοποιούνται και εμπορευματοποιούνται η Παιδεία, η Υγεία, η Πρόνοια. Δέχονται νέα σημαντικά πλήγματα οι εργασιακές σχέσεις, στον ιδιωτικό τομέα, όπου κυριαρχούν οι ελαστικές μορφές απασχόλησης και επεκτείνεται η μερική απασχόληση. Τα πλήγματα στις εργασιακές σχέσεις επεκτείνονται και στον δημόσιο πλέον τομέα, όπου προωθούνται ο περιορισμός της μονιμότητας, η επέκταση της ομηρίας, μέσα από την εφαρμογή σχέσεων ιδιωτικού δικαίου. Πλήττονται το περιβάλλον, η ποιότητα ζωής των εργαζομένων.
Σε Ευρωπαικό επίπεδο, η ΕΟΚ μετεξελίσσεται σε πολιτικο-οικονομική ένωση και μετονομάζεται σε Ευρωπαική Ένωση. Το γεγονός αυτό επισφραγίζεται με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), την οποία υπερψηφίζουν στη Βουλή η Ν.Δ., το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και ο ΣΥΝ (η μόνη δύναμη που την αντιπαλεύει είναι το ΚΚΕ, το οποίο ζητά δημοψήφισμα για την επικύρωση της Συνθήκης, το οποίο αρνούνται τα άλλα κόμματα).
Με την Σύνοδο της Λισαβόνας το 2000, δρομολογούνται μια σειρά από μέτρα προώθησης των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, με στόχο την αναβάθμιση των μονοπωλιακών ομίλων της Ε.Ε.ώ, ώστε , μέσα από την συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου της Ευρωζώνης, να μπορέσουν να αντέξουν στον ανταγωνισμό από τους αντίστοιχους ομίλους των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας, της Ρωσίας κλπ.
Σε επίπεδο Ε.Ε. και τις χώρες μέλη δρομολογούνται νέα αντιδραστικά μέτρα και στήνονται κατασταλτικοί των συλλογικών και ατομικών ελευθεριών μηχανισμοί (όπως της Σένγκεν, της Ευροπόλ), οι οποίοι ενσωματώνονται στις Συνθήκες της Ε.Ε., στα πλαίσια αυτού που αποκαλούν <<Εσωτερικός χώρος Ασφάλειας και Δικαιοσύνης>>, με πρόσχημα την περίφημη <<τρομοκρατική απειλή>>.
Παράλληλα, σε επίπεδο ΝΑΤΟ προωθείται η <<Το Νέο Δόγμα>>, που είναι η πολιτική της επίθεσης απέναντι σε όποιον θεωρείται ότι απειλεί την λεγόμενη <<Νέα Τάξη Πραγμάτων>>. Στα πλαίσια αυτά έχουμε την πρώτη επίθεση του ΝΑΤΟ στον περσικό κόλπο και την επίθεση επίσης του ΝΑΤΟ στην Γιουγκοσλαβία, στο όνομα τάχα της υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στην Ελλάδα, το 1990 επανήλθε στην διακυβέρνηση της χώρας η Ν.Δ. και από το 1993 και μέχρι το 2004, ξανά το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Και τα δύο αυτά κόμματα και οι Κυβερνήσεις τους, προώθησαν τις πιο πάνω καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στη χώρα μας, σε όλους τους τομείς που προαναφέραμε, προώθησαν την πλήρη ενσωμάτωση της χώρας στην Ε.Ε. και μάλιστα κάνοντας προσπάθειες να την εντάξουν στον πυρήνα των κ-μ που προωθούν την λεγόμενη <<ευρωπαική ολοκλήρωση>>, έκαναν συμμέτοχο την χώρα μας στα Νατοικά σχέδια με βάση το <<Νέο Δόγμα του ΝΑΤΟ>>(η Ελλάδα συμμετείχε και συμμετέχει, σε όλες τις Νατοικές επεμβάσεις, στον περσικό κόλπο, την Γιουγκοσλαβία κλπ.), έκαναν συμμέτοχο την χώρα μας σε όλη αυτή την εκστρατεία σε επίπεδο Ε.Ε. αλλά και γενικότερα, θωράκισης της άρχουσας τάξης των καπιταλιστικών χωρών με πολυπλόκαμους κατασταλτικούς μηχανισμούς και με τη χρήση πληθώρας κατασταλτικών μέσων και μέτρων, προς αντιμετώπιση των λαικών και εργατικών κινημάτων, που μετά το πρώτο σοκ της σημαντικής ήττας, σηκώνουν σιγά-σιγά και πάλι κεφάλι, αμφισβητώντας την εξουσία τους.
Αποδείχθηκε έτσι ότι τα δύο κόμματα, Ν.Δ. και ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν έχουν πλέον προγραμματικές διαφορές σε στρατηγικής σημασίας ζητήματα. Το βασικό πεδίο αντιπαράθεσής τους είναι το ποιος είναι ο καλύτερος διαχειριστής της κατάστασης και περιορίζεται σε <<πλειοδοσία>> κάποιων παροχών άμβλυνσης των πιο οξυμένων πλευρών της σχετικής εξαθλίωσης, προκειμένου να αποφευχθούν οι <<κοινωνικές αναταράξεις και εκρήξεις>>.
β) Γενικά και βασικά χαρακτηριστικά της αναθεώρησης του 2001
Κατ’ αρχήν πρέπει να πούμε πως η διαδικασία αυτής της αναθεώρησης ξεκίνησε με υποβολή σχετικών προτάσεων και από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και από την Ν.Δ. (αλλά και από το ΚΚΕ, σε τελείως όμως αντίθετη κατεύθυνση) το 1995, διακόπηκε από τις πρόωρες εκλογές που προκάλεσε το 1996 ο Κ. Σημίτης ως Πρωθυπουργός, επανεκίνησε με επανυποβολή ουσιαστικά (με ελάχιστες προσθήκες) των προτάσεων από τα δύο πιο πάνω μεγάλα κόμματα το 1997 και ολοκληρώθηκε την επόμενη βουλευτική περίοδο, το 2001.
Β1. Ορισμένα γενικά χαρακτηριστικά της Αναθεώρησης

* Ενώ πρόκειται για μια ιδιαίτερα εκτεταμένη, από απόψεως αριθμού διατάξεων του Συντάγματος στις οποίες επεκτείνεται, αναθεώρηση (είδαμε πιο πάνω ότι τροποποιήθηκαν πάνω από 110 διατάξεις-παράγραφοι και 53, από τα συνολικά 120 άρθρα του Σ.), εν τούτοις, όπως ομολογεί ο Γενικός Εισηγητής του ΠΑ.ΣΟ.Κ., Ευάγγελος Βενιζέλος (38) δεν θίγει κανένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της συνταγματικής τάξης και του συστήματος διακυβέρνησης. (39)
Αυτό, από πρώτη ματιά φαίνεται αρκετά παράδοξο, ιδίως αν λάβει κανείς υπ’ όψη του την βαθιά καταγγελτική στάση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. για το σύνολο σχεδόν των διατάξεων του Συντάγματος του 1975. Όμως, αν εξετάσουμε πιο βαθιά τα πράγματα και δούμε αφ’ ενός μεν αυτό που αναφέραμε πιο πάνω για την μεταστροφή της στάσης του ΠΑ.ΣΟ.Κ. κατά την Αναθεώρηση του 1986 (σελ. 11), ότι δηλαδή την περιόρισε απλώς στην αφαίρεση και τροποποίηση ορισμένων μόνο υπερεξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας, αρνούμενο κάθε πρόταση επέκτασης της τότε συζήτησης σε άλλα αντικείμενα και αφ’ ετέρου, αυτό που επίσης αναφέραμε πιο πάνω (σελ. 14), δηλαδή την σταδιακή ταύτιση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. με την Ν.Δ. στις στρατηγικές επιλογές, τότε θα διαπιστώσουμε ότι η πιο πάνω αληθής εκτίμηση του Γενικού Εισηγητή του ΠΑ.ΣΟ.Κ. είναι απόλυτα φισιολογική. Έτσι άλλωστε εξηγείται γιατί στις Εισηγητικές εκθέσεις των προτάσεων για την Αναθεώρηση του 2001 και των δύο κομμάτων (Ν.Δ. και ΠΑ.ΣΟ.Κ.) το Σύνταγμα του 1975 εκθειάζεται ως ένα από τα καλύτερα συντάγματα σε ευρωπαικό τουλάχιστον επίπεδο.(40)
* Είναι η Αναθεώρηση όπου κυρίαρχο στοιχείο της είναι η συναίνεση ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα του δικομματισμού, πράγμα που για μια ακόμα φορά επιβεβαιώνει την ταύτισή τους στις στρατηγικές επιλογές. Μια συναίνεση, η οποία εκφράζεται σε πολλά επίπεδα.
- Συναίνεση ως προς την κύρια και βασική στόχευση της Αναθεώρησης, που είναι και για τα δύο κόμματα αφ’ ενός μεν η δημιουργία της συνταγματικής υποδομής που θα διασφαλίζει την ακώλυτη συμμετοχή της χώρας στην <<ευρωπαική ολοκλήρωση>>, αφ’ ετέρου δε η αντιμετώπιση των προκλήσεων που συνεπάγεται για το άτομο, την κοινωνία και το κράτος η αλματώδης εξέλιξη της τεχνολογίας, που γεννά την ανάγκη για την καθιέρωση νέων ισχυρών εγγυήσεων αντιμετώπισης των προκλήσεων αυτών και των απειλών που συνεπάγονται.
- Συναίνεση ως προς την κατεύθυνση κυρίως, αλλά και σε μεγάλο βαθμό και ως προς το περιεχόμενο, της μεγάλης πλειοψηφίας των προτάσεων Αναθεώρησης των δύο κομμάτων, κάτι που, σύμφωνα με τον Γενικό Εισηγητή του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Ευάγγελο Βενιζέλο,(41) δημιουργεί ένα ευρύ πεδίο σύγκλισης και ανοίγει πολύ περιορισμένα μέτωπα διαφωνίας.
Είναι αλήθεια ότι βασικές προτάσεις ως προς τις οποίες διαφοροποιήθηκε η Ν.Δ., σε σχέση με το ΠΑ.ΣΟ.Κ., ήταν η ίδρυση μη κρατικών-μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης, η επέκταση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και σε ενοχικά (κύρια τα πνευματικά) δικαιώματα), η συνταγματοποίηση της παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, η επαναφορά (σε τελείως περιορισμένη όμως έκταση), ορισμένων ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, η αύξηση του αριθμού των βουλευτών επικρατείας, ο περιορισμός της βουλευτικής ασυλίας, και η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου.
- Σημαντικότατη συναίνεση ως προς την ψήφιση των αναθεωρητέων διατάξεων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα 56 άρθρα που πρότεινε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. για αναθεώρηση, μόλις τρία (3) δεν συγκέντρωσαν την ευρεία συμφωνία των βουλευτών των δύο κομμάτων (το άρθρο 4 παρ. 6, το άρθρο 32 αναφορικά με την πρόταση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. για την αποδέσμευση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από την τυχόν διάλυση της Βουλής και την διεξαγωγή εκλογών και το άρθρο 36 παρ. 2 αναφορικά με την απλούστευση της διαδικασίας κύρωσης ορισμένων διεθνών συνθηκών), εκ των οποίων το ένα τελικά αναθεωρήθηκε με τις ψήφους των βουλευτών του ΠΑ.ΣΟ.Κ. (το άρθρο 4 παρ. 6, που αφορούσε στην καθιέρωση της εναλλακτικής θητείας)
* Είναι η πρώτη και η μοναδική μέχρι στιγμής αναθεωρητική διαδικασία από την μεταπολίτευση μέχρι σήμερα (συμπεριλαμβανομένης και αυτής η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, από την οποία αποχώρησε το ΠΑ.ΣΟ.Κ.), κατά την οποία τα δύο αυτά κόμματα, δηλαδή η Ν.Δ. και το ΠΑ.ΣΟ.Κ., παρέμειναν παρόντα σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και τελικά ψήφισαν επί των αναθεωρητέων διατάξεων, εκφράζοντας και με αυτό τον τρόπο την συμφωνία τους, μεταξύ άλλων και για το νομότυπο της διαδικασίας, όπως και για το μέγιστο μέρος του περιεχομένου της αναθεώρησης.
Την ίδια όμως στιγμή και τα δύο κόμματα, για μια ακόμα φορά, αρνήθηκαν να συζητήσουν και να τοποθετηθούν επί της ολοκληρωμένης πρότασης αναθεώρησης που είχε υποβάλει ήδη από το 1995 το ΚΚΕ, η οποία βεβαίως κινούνταν σε τελείως διαφορετική, σε αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση από εκείνη των παραπλήσιων προτάσεων των δύο μεγαλύτερων κομμάτων.(42) Το ΚΚΕ διαφώνησε κάθετα με το περιεχόμενο της αναθεώρησης, κάτι που είχε ξεκαθαρίσει από την αρχή, σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας,(43) θεωρώντας ότι η αναθεώρηση του 2001 οδηγεί σε οπισθοδρόμηση και πως σοβαρές ριζοσπαστικές και δημοκρατικές αλλαγές στο Σύνταγμα, όχι μόνο της Ελλάδας, δεν μπορεί να γίνουν, λόγω του αρνητικού για το λαό και την εργατική τάξη, τόσο εσωτερικού, όσο και διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων, όσο ο συσχετισμός αυτός δεν αλλάζει και δεν ανατρέπεται. Γι’ αυτό και για να μην νομιμοποιήσει μια τέτοια αναθεωρητική διαδικασία στη συνείδηση του λαού, αποχώρησε και δεν έλαβε μέρος κατά την ψήφιση των αναθεωρητέων διατάξεων.

Β2. Βασικά-ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Αναθεώρησης του 2001
* Το πρώτο και κεντρικότερο χαρακτηριστικό της Αναθεώρησης που εξετάζουμε είναι η καθ’ όλα συμφωνημένη από τα δύο μεγάλα κόμματα προσπάθεια να διαμορφωθεί μια συνταγματική υποδομή που θα διασφαλίζει την ακώλυτη συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωπαική ολοκλήρωση, δηλαδή στην όποια εξέλιξη υπάρξει στα πλαίσια της Ευρωπαικής Ένωσης.(44)
Για το λόγο αυτό, αφ’ ενός μεν προστέθηκε στο άρθρο 28 του Σ. μια ερμηνευτική δήλωση, σύμφωνα με την οποία: <<Το άρθρο 28 αποτελεί θεμέλιο για τη συμμετοχή της χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαικής ολοκλήρωσης>>, αφ’ ετέρου δε στο άρθρο 80 του Σ. προστέθηκε επίσης μια ερμηνευτική δήλωση, η οποία επέτρεψε στην Ελλάδα ακώλυτα να μπει, λίγο μετά την ψήφιση της Αναθεώρησης, στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (Ο.Ν.Ε.). Επιπλέον δε, στο άρθρο 70 παρ. 8 προβλέφθηκε η ευχέρεια στον Καν.Β. να ρυθμίσει τον τρόπο με τον οποίο η Βουλή θα ενημερώνεται από την Κυβέρνηση και θα συζητά για τα ζητήματα που αποφασίζονται στην Ε.Ε. και έχουν κανονιστική ισχύ.
Σχετικά με την ερμηνευτική δήλωση που προστέθηκε στο άρθρο 28, πολλά μπορεί να ειπωθούν.
Γιατί ενώ και τα δύο μεγάλα κόμματα δέχονται- και υπερηφανεύονται γι’ αυτό- (45) ότι το άρθρο 28, όπως είχε καταστρωθεί από το Σύνταγμα του 1975 αποτελούσε αρκετό και επαρκές θεμέλιο για την συμμετοχή της χώρας στην τότε ΕΟΚ και σήμερα Ε.Ε., ώστε να μην έχει απαιτηθεί μέχρι σήμερα συνταγματική αναθεώρηση για την συμμετοχή της χώρας στα διάφορα βήματα της <<ευρωπαικής ολοκλήρωσης>> (Κύρωση Ενιαίας Πράξης, της Συνθήκης του Μάαστριχτ, της Συνθήκης του άμστερνταμ κλπ.), όπως αντίθετα έγινε με άλλες χώρες της Ε.Ε., παρ’ όλα αυτά απαιτήθηκε η προσθήκη της ερμηνευτικής δήλωσης;
Η σχετική δήλωση υποκρύπτει τη ρητή δέσμευση, με συνταγματική βούλα, ότι είμαστε και θα παραμείνουμε μέλος της Ε.Ε. σε όλα τα στάδια της εξέλιξής της. Μια τέτοια λογική όμως είναι αντίθετη με την βασική αρχή που περιέχεται στο άρθρο 1 του Σ., την αρχή της λαικής κυριαρχίας, γιατί επιχειρείται να δεσμευτεί η θέληση του ελληνικού λαού, ο οποίος κάποια στιγμή μπορεί να αλλάξει άποψη και να θελήσει να αποχωρήσουμε από την Ε.Ε. Τότε τι θα γίνει; Θα χρειαστεί αναθεώρηση του Σ.;
Η ανησυχία και ο προβληματισμός γίνεται ακόμα μεγαλύτερος, λαμβάνοντας υπ’ όψη την νομολογία του Δ.Ε.Κ. αλλά και τις απόψεις πολλών εντός και εκτός Ελλάδας, ότι το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο (δηλ. οι Συνθήκες της Ε.Ε. όπως Μάαστριχτ κλπ.) υπερισχύουν των Συνταγμάτων των κ-μ της Ε.Ε. Τίθεται εύλογα το ερώτημα, μήπως μέσα
από την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 28, σε συνδυασμό με το πιο πάνω γεγονός, βρεθούμε μπροστά σε μια παράλληλη διαδικασία αναθεώρησης του Σ., έξω από αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 110 αυτού, κυρώνοντας μια συνθήκη της Ε.Ε., η οποία, σε ορισμένα άρθρα της ενδεχομένως να έρχεται σε αντίθεση με διατάξεις του Σ. Το ζήτημα δεν είναι θεωρητικό, πολύ περισσότερο που σε σύντομο χρονικό διάστημα, θα κληθεί η Ελλάδα να κυρώσει την Νέα Αναθεωρημένη Συνθήκη της Ε.Ε. Εμείς θα παλεύουμε και θα υποστηρίζουμε σθεναρά την άποψη ότι σε κάθε περίπτωση, το ελληνικό Σ. υπερισχύει οποιασδήποτε διεθνούς σύμβασης(άρα και των συνθηκών της Ε.Ε.) και επομένως, οποιοδήποτε τυχόν άρθρο μιας κυρωμένης, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το Σ., συνθήκης έρχεται σε αντίθεση με το Σ., δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται.
* Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό της Αναθεώρησης, είναι η προσπάθεια που έκαναν και τα δύο κόμματα, στο όνομα της αντιμετώπισης της κρίσης αξιοπιστίας της πολιτικής και της ανάγκης αναστήλωσης του κύρους της,(46) κάτι που φαίνεται να είναι παραίνεση και πολλών αστών συνταγματολόγων και νομικών,(47),(48),(49) να προωθήσουν ρυθμίσεις διαφάνειας, αναγορεύοντάς τες σε κεντρικό άξονα της αναθεώρησης.
Προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκαν κύρια οι ρυθμίσεις για τα Μέσα Ενημέρωσης, τα οικονομικά των κομμάτων και τις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές (Α.Δ.Α.)
Κατ’ αρχήν πρέπει να πούμε πως η επίκληση από τα αστικά κόμματα εξουσίας της κρίσης αξιοπιστίας της πολιτικής, μόνο ως υποκριτική μπορεί να χαρακτηριστεί.
Είναι προσφιλής η τακτική τους να σκιαμαχούν, μέσα από εναλλασσόμενους ρόλους κυβέρνησης-αξιωματικής αντιπολίτευσης για σκάνδαλα, στην προσπάθειά τους να κρύψουν την ταύτισή τους στα στρατηγικής σημασίας ζητήματα. Είναι μέγιστη υποκρισία να μιλούν για αναξιοπιστία και ανάγκη ανόρθωσης του κύρους της πολιτικής τα κόμματα που με την πολιτική τους εξυπηρετούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου και χτυπούν τα λαικά στρώματα, ενώ στα λόγια εμφανίζονται ως προστάτες των συμφερόντων του λαού. Τα ίδια κόμματα, στα λόγια υποστηρίζουν ότι θέλουν να πατάξουν την διαπλοκή και την διαφθορά, στην πράξη όμως υπηρετούν το σύστημα που θεοποιεί ως αξία το κέρδος, ψηφίζουν νόμους και συνθήκες που επιτρέπουν την ελεύθερη δράση του κεφαλαίου, τις <<υπεράκτιες εταιρίες>>, τα τραπεζικά απόρρητα, την μη ονομαστικοποίηση των μετοχών των επιχειρήσεων. Μέσα από τέτοιους δρόμους έρπει η διαφθορά και η διαπλοκή, την οποία δεν μπορούν και στην ουσία δεν θέλουν να χτυπήσουν.
Αντ’ αυτών, αποπροσανατολίζουν τον λαό, κάνοντας λόγο για διαφάνεια,
επιζητώντας την, μεταξύ άλλων, μέσα από τον έλεγχο της χρηματοδότησης των κομμάτων, δήθεν τον έλεγχο των ΜΜΕ, την θεσμοθέτηση των λεγόμενων <<Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών>> (Α.Δ.Α.)
Φτιάχνουν νόμους και εισάγουν και στο Σύνταγμα τον έλεγχο των οικονομικών των κομμάτων, με τρόπο που μπορεί να οδηγήσει στον έλεγχο της λειτουργίας και δράσης τους, κάτι που, σε συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης, μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά επικίνδυνο για κόμματα που αντιπαλεύουν την κυρίαρχη πολιτική. Ας σκεφτεί κανείς πόσο επικίνδυνο είναι να γίνονται γνωστά στο κράτος τα μέλη και οι φίλοι, που με την μικρή οικονομική συμβολή τους, βοηθούν στην εξασφάλιση της δράσης κομμάτων που στηρίζονται στο λαό. Και συζητείται ακόμα και η αποκλειστική χρηματοδότηση των κομμάτων από το κράτος, ώστε τα κόμματα να είναι κρατικοδίαιτα. Φανταστείτε πόσες εξαρτήσεις και συμβιβασμοί θα γίνεται επιδίωξη να υπάρχουν, για να μην παρθούν μέτρα οικονομικού στραγγαλισμού μη αρεστών στην κυρίαρχη τάξη κομμάτων. Το σύστημα χρηματοδότησης των λεγόμενων <<ευρωπαικών κομμάτων>> από το Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο για την χρηματοδότηση απαιτεί την υποταγή στις στρατηγικές της Ε.Ε. και την καταδίκη του <<σταλινισμού>> ως ισοδύναμου με τον ναζισμό αρκεί, για να δώσουμε το μέτρο των όσων λέμε.
Ως προς τον έλεγχο της συγκέντρωσης στο χώρο των ΜΜΕ για την εξασφάλιση τάχα αντικειμενικής και ισότιμης ενημέρωσης και μόνο το γεγονός ότι η ενημέρωση, ένα βασικό δικαίωμα του πολίτη, έχει παραδοθεί στα χέρια μεγάλων ιδιωτικών συγκροτημάτων με ποικίλα οικονομικά και άλλα ιδιοτελή συμφέροντα, όπως και η στάση αυτών των ιδιωτικών συγκροτημάτων απέναντι σε κόμματα και οργανώσεις μη αρεστά στην κυρίαρχη αστική τάξη, δείχνει το μέγεθος της υποκρισίας. Άλλωστε, ο πραγματικός έλεγχος και οι περιορισμοί της συγκέντρωσης στο χώρο των ΜΜΕ, όπως και του ασυμβιβάστου μεταξύ ιδιοκτητών ΜΜΕ και εργολάβων δημοσίων έργων, είναι στην πραγματικότητα εξαιρετικά δύσκολος, λόγω του πιο πάνω περιγραφέντος νομικού πλαισίου που επιβάλλει την ελεύθερη, στα πλαίσια του ανταγωνισμού δράση του κεφαλαίου. Και αν κάποια στιγμή μπουν κάποια εμπόδια, το κεφάλαιο θα βρει και θα επιβάλλει τον τρόπο ώστε να εκλείψουν. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση από την θεσμοθέτηση, με την αναθεώρηση του 2001 αλλά και με νόμο (με πολλά είναι αλήθεια παραθυράκια και διόδους διαφυγής) του ασυμβιβάστου μεταξύ ιδιοκτητών ΜΜΕ και εργολάβων δημ. έργων (γνωστό με τον τίτλο <<βασικός μέτοχος>>), που ύστερα από παρέμβαση μεγάλων επιχειρηματικών πολυεθνικών ομίλων και της Ε.Ε. έμεινε ανενεργής και που στην νέα, σε εξέλιξη Αναθεώρηση του 2007, καταργείται στην ουσία πανηγυρικά, με την συμφωνία των δύο αστικών κομμάτων εξουσίας, δεν υπάρχει, για την απόδειξη των όσων αμέσως πιο πάνω υποστηρίζουμε.
Αναφορικά δε με τις λεγόμενες Α.Δ.Α., πολλά μπορεί να πει κανείς. Τα αστικά κόμματα εξουσίας, τις βρήκαν αρχικά ως σανίδα σωτηρίας, προκειμένου να δημιουργήσουν την εντύπωση στο λαό, πως σε κρίσιμους τομείς που έχουν σχέση με την άσκηση βασικών δικαιωμάτων τους (όπως η προστασία από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών), ή σε περιπτώσεις που αφορούν την εποπτεία σημαντικών τομέων της διοίκησης (όπως οι προσλήψεις, ή οι άδειες ίδρυσης και λειτουργίας ΜΜΕ), αποδέχονται να χάσουν ένα μέρος της πολιτικής τους εξουσίας, προκειμένου να εξασφαλιστούν όροι αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων και η αμερόληπτη και αποτελεσματική λειτουργία των αντίστοιχων τομέων της διοίκησης.
Όμως, όπως έδειξε η εμπειρία από την λειτουργία των πιο πάνω Α.Δ.Α., πολλές φορές αυτές οι αρχές χρησιμοποιήθηκαν από την κρατική εξουσία ως προπέτασμα για την νομιμοποίηση τελικά αντιδραστικών δικών της πολιτικών επιλογών στους συγκεκριμένους τομείς. Παράδειγμα, η χρησιμοποίηση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων για την νομιμοποίηση της χρήσης των καμερών σε χώρους δουλειάς ή των καμερών κυκλοφορίας στους δρόμους, ή η χρησιμοποίηση του Α.Σ.Ε.Π. για το πέρασμα τελικά της περίφημης <<συνέντευξης>>, ως βασικού κριτηρίου πρόσληψης στο Δημόσιο. Άλλωστε, οι Α.Δ.Α. αναγκάζονται να λειτουργήσουν μέσα σε ένα όλο και πιο αντιδημοκρατικό νομοθετικό πλαίσιο για τα δικαιώματα (βλ. για παράδειγμα τους τρομονόμους κλπ.), το οποίο επιβάλλουν οι Κυβερνήσεις, μέσω της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που διαθέτουν στη Βουλή. Οι Κυβερνήσεις είναι εκείνες, όπως έδειξε η πείρα, που όταν οι Α.Δ.Α. ξεφεύγουν με την δραστηριότητά τους λίγο έξω από τα πλαίσια που αυτές (οι Κυβερνήσεις) επιδιώκουν, δεν διστάζουν να τις θέσουν (τις Α.Δ.Α.) στο περιθώριο. Πολλά και διαχρονικά είναι τα παραδείγματα. Συνεχής είναι ο υποβιβασμός του ΑΣΕΠ σε σχέση με τον ρόλο του στις προσλήψεις. Όλο και περισσότερες γίνονται εκτός ΑΣΕΠ, το ΑΣΕΠ από βασικός διενεργητής των προσλήψεων έχει μετατραπεί σε απλό εκ των υστέρων ελεγκτής. Είναι γνωστό ότι η Κυβέρνηση υπιβάθμισε, σχεδόν πέταξε στο καλάθι των αχρήστων το πόρισμα της Α.Δ.Α.Ε. για τις πρόσφατες υποκλοπές, που άγγιξαν ακόμα και τον Πρωθυπουργό και μέλη της Κυβέρνησης. Πρόσφατα μέλη της Αρχής Προσωπικών Δεδομένων αναγκάστηκαν, για να προφυλάξουν την αξιοπρέπειά τους, να παραιτηθούν, λόγω της απόφασης της Κυβέρνησης να παρακάμψει τελείως την Αρχή, στο ζήτημα της χρήσης των καμερών κυκλοφορίας για την παρακολούθηση των διαδηλώσεων.
* Τρίτο βασικό χαρακτηριστικό της Αναθεώρησης είναι οι παρεμβάσεις που έγιναν στον τομέα των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Τρεις ήταν οι ουσιαστικότερες από αυτές:
- Η παρέμβαση στο άρθρο 24 για το περιβάλλον
Όσο και αν διακηρύσσεται πως επιδιώκεται η αποτελεσματικότερη προστασία του περιβάλλοντος, η αλήθεια είναι πως τελικά, στην εποχή της εμπορευματοποίησης των πάντων και της ανύψωσης του κέρδους σε υπέρτατη αξία, ακόμα και το περιβάλλον υποχωρεί.
Οι αληθινές σκοπιμότητες πίσω από τις ρυθμίσεις είναι εμφανείς.(50)
Αυτό που ενοχλεί, είναι η στάση του ΣτΕ, το οποίο εμφανίζεται περίπου
ως σφετεριστής της αρμοδιότητας του νομοθέτη, να προβαίνει σε νομοθετικές ρυθμίσεις με προγνώσεις και σταθμίσεις, σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να ανατρέπονται από τα δικαστήρια. Και τούτο, στο όνομα της ασφάλειας του δικαίου για τον άμοιρο τον διοικούμενο, ο οποίος, αξιοποιώντας μια νομοθετική ρύθμιση (άσχετα αν αυτή είναι αντισυνταγματική) έχει προβεί σε κάποιες οικοδομικές δραστηριότητες, οι οποίες, μετά από αρκετό χρόνο, ανατρέπονται δικαστικά. Παράλληλα μαθαίνουμε, με ιδιαίτερα κομψό τρόπο είναι αλήθεια, ότι οι αντιλήψεις για το περιβάλλον, στην λεγόμενη μεταβιομηχανική εποχή μας, έχουν αλλάξει και πως αυτό που τελικά έχει σημασία είναι, στο τέλος κάθε παρέμβασης στο περιβάλλον, να υπάρχει θετικό περιβαλλοντικό ισοζύγιο. Είναι η λογική που βάζει στη ζυγαριά από την μια το περιβάλλον και από την άλλη την λεγόμενη <<ήπια ανάπτυξη>> (ανάπτυξη για ποιόν όμως;) Είναι αυτό που, με άλλα λόγια, στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης της Ν.Δ. για την νέα Αναθεώρηση του 2007, (51) η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, αναφέρεται ως <<αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης>>, η οποία επιβάλλει μεν τη διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος και για τις επερχόμενες γενεές, χωρίς όμως να αποκλείει και την αξιοποίησή του, τη λήψη δηλαδή εκείνων των μέτρων που είναι σε κάθε περίπτωση αναγκαία για την περαιτέρω ανάπτυξη, ιδίως οικονομική, της παρούσας γενεάς και άρα οι θεμιτές επεμβάσεις στο περιβάλλον δεν πρέπει να είναι τέτοιας έκτασης, ώστε να υποθηκεύεται το μέλλον των επερχόμενων γενεών. Είναι επομένως σαφές, πως η επέμβαση στο άρθρο 24 γίνεται, αφ’ ενός μεν για να περιοριστεί, σε οριακά επίπεδα, ο ενοχλητικός ακυρωτικός έλεγχος του ΣτΕ (έχουν πράγματι κηρυχθεί, ιδιαίτερα από το Ε’ τμήμα, σημαντικοί δασοκτόνοι νόμοι κυβερνήσεων και του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και της Ν.Δ. ως αντισυνταγματικοί), αφ’ ετέρου δε για να μπορούν οι κυβερνήσεις, στο όνομα της ανάπτυξης, οικονομικής, τουριστικής και άλλης (βλ. εμπορευματοποίηση της γης), να παρεμβαίνουν και να περιορίζουν το φυσικό περιβάλλον, τα δάση και ιδίως τις δασικές εκτάσεις.
- Θεσμοθέτηση εγγυήσεων για τα λεγόμενα <<νέα δικαιώματα>>
Ως τέτοια δικαιώματα αναφέρονται εκείνα κυρίως που συνδέονται με την εξέλιξη της τεχνολογίας, όπως το δικαίωμα στην προστασία από την συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α), το δικαίωμα στην πληροφόρηση και στην συμμετοχή στην κοινωνία της πληροφορίας(άρθρο 5Α), το δικαίωμα στην προστασία της υγείας και της γενετικής ταυτότητας (άρθρο 5 παρ. 5).Γίνεται λόγος για την αναγκαιότητα θέσπισης εγγυήσεων απέναντι στους κινδύνους που απειλούν τα πιο πάνω δικαιώματα και προέρχονται από την εκρηκτική ανάπτυξη της τεχνολογίας.Υποκρίνονται και κάνουν πως αγνοούν πως οι κίνδυνοι δεν προέρχονται από την ανάπτυξη της τεχνολογίας, αλλά από το γεγονός ότι αυτή βρίσκεται στα χέρια μεγάλων πολυεθνικών μονοπωλιακών επιχειρήσεων, που την εκμεταλλεύονται προς ίδιο όφελος, στοχεύοντας στο κέρδος.Ταυτόχρονα, κάνουν πως αγνοούν πως όλη η σύγχρονη τεχνολογία αξιοποιείται από τις αστικές κυβερνήσεις και διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, για την αποτελεσματικότερη λειτουργία των πιο σύνθετων και πολυπλόκαμων κατασταλτικών μηχανισμών που διαθέτουν, ενάντια στους λαούς, τα λαικά κινήματα, τα κόμματα, τις οργανώσεις, τα άτομα, που απειλούν την κυριαρχία τους.Γι’ αυτό και είναι υποκριτική η μεγαλοστομία τους, όταν μιλούν για εγγυήσεις προστασίας των νέων δικαιωμάτων. Πραγματικές εγγυήσεις στα δικαιώματα των λαών και αξιοποίηση της τεχνολογίας προς όφελός τους, μπορούν να υπάρξουν μόνο όταν η τεχνολογία γίνει κοινωνική ιδιοκτησία, στα πλαίσια μιας σχεδιασμένης λαικής οικονομίας.
- Πανηγυρίζουν τα δύο μεγάλα κόμματα για την εισαγωγή, στο άρθρο 25, της αρχής της περίφημης αναλογικότητας
Η αρχή αυτή σημαίνει πως οι περιορισμοί στα συνταγματικά δικαιώματα πρέπει να δικαιολογούνται με βάση το γενικό συμφέρον και να μην είναι περισσότεροι από όσους απαιτούνται προκειμένου να εξυπηρετηθεί ένας συνταγματικά επιβεβλημένος ή ανεκτός σκοπός. Θεωρούν πως πρόκειται για μια προοδευτική αρχή, η οποία όμως ήταν προοδευτική όταν και η αστική τάξη ήταν προοδευτική, όταν δηλαδή πολεμούσε απέναντι στο παλαιό κοινωνικό σύστημα, την φεουδαρχία. Σήμερα όμως που η αστική τάξη είναι η κυρίαρχη, αντιδραστική και επιχειρεί να αφαιρέσει κάθε εργατική και λαική κατάκτηση, η αρχή της αναλογικότητας θα χρησιμοποιηθεί ενάντια στους εργαζόμενους. Και τούτο γιατί αναγκαστικά συνδέεται με την έννοια των περιορισμών στα συνταγματικά δικαιώματα, αλλά και με την αφυδάτωσή τους, αφού αυτό που πρέπει να μείνει υποτίθεται ανέγγιχτο είναι ο πυρήνας των δικαιωμάτων. Δεν είναι τυχαίο πως πολλές φορές αυτή την αρχή, δηλαδή την αρχή της αναλογικότητας, με την έννοια της σχέσης οφέλους από την απεργία προς την ζημιά του εργοδότη από αυτήν, έχουν χρησιμοποιήσει τα δικαστήρια, για να κηρύξουν απεργίες ως καταχρηστικές. Ούτε είναι επίσης τυχαίο ότι αυτή την ίδια αρχή επικαλείται η Ν.Δ. στην αιτιολογική έκθεση της πρότασής της για την νέα σε εξέλιξη Αναθεώρηση του 2007, προκειμένου να δικαιολογήσει την τσιμεντοποίηση ιδίως των δασικών εκτάσεων. (52)
* Τέταρτο βασικό χαρακτηριστικό της Αναθεώρησης είναι οι παρεμβάσεις που γίνονται (αλλά και εκείνες που δεν γίνονται) στη Δικαιοσύνη
- Αν και διακηρύχθηκε ως βασικός στόχος της Αναθεώρησης η ενίσχυση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, το κεντρικό πολιτικό ζήτημα, που είναι η εξάρτηση της δικαιοσύνης από την εκάστοτε Κυβέρνηση, μέσα από τον διορισμό των Προέδρων και Αντιπροέδρων των τριών ανώτατων δικαστηρίων(και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) από αυτήν, παρέμεινε για μια ακόμα φορά άλυτο. Επιχειρήθηκε απλώς, με τις σχετικές προτάσεις που υπέβαλαν τα δύο κόμματα (ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Ν.Δ.) και οι οποίες απορρίφθηκαν εκατέρωθεν,(53) να αλλάξει η μεθοδολογία και να περιοριστεί κάπως η απόλυτη ευχέρεια της εκάστοτε κυβέρνησης να επιλέγει την ηγεσία των ανωτάτων δικαστηρίων, χωρίς σε καμία περίπτωση να της αφαιρεθεί το <<προνόμιο>> της τελικής επιλογής. Τελικά, η κατάσταση έμεινε ως έχει, δηλαδή την απόλυτη επιλογή της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων να την έχει η κυβέρνηση. Στο μόνο που συμφώνησαν, ήταν η επιβολή θητείας έως 4 χρόνων στους Προέδρους των 3 ανωτάτων δικαστηρίων και στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Φαίνεται πως και τα δύο κόμματα εξουσίας δεν είναι διατεθειμένα να απεμπολήσουν το πιο πάνω δικαίωμα, ως κυβέρνηση δηλαδή να διορίζουν την ηγεσία της δικαιοσύνης.Ομοίως, δεν δέχθηκαν την άποψη που εξέφρασε το ΚΚΕ, στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (Α.Δ.Σ.), που σε κάθε κλάδο της δικαιοσύνης ασχολείται με τις τοποθετήσεις, μεταθέσεις και γενικά την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών, να μην μετέχει εκ της θέσης του ο διορισμένος από την εκάστοτε κυβέρνηση, Πρόεδρος του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά να γίνεται κλήρωση για το σύνολο των μελών του Συμβουλίου, γεγονός που θα ενίσχυε τα εχέγγυα της όποιας ανεξαρτησίας των δικαστών, όπως επίσης απέρριψαν την πρόταση του ΚΚΕ να εκπροσωπούνται στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, με δικαίωμα ψήφου, όλοι οι βαθμοί δικαστών.(54) Το μόνο που συναποδέχθηκαν, κάτι που ήταν πρόταση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., ήταν στο Α.Δ.Σ. να συμμετέχουν, απλώς με δικαίωμα λόγου, δύο ανώτεροι δικαστικοί (βαθμού Εφέτη ή αντίστοιχου).
- Παρά το γεγονός ότι το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν έκανε δεκτή την πρόταση της Ν.Δ. για την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο θα ανέτρεπε το πάγια ισχύον και ορθά στη χώρα μας, σύστημα του διάχυτου (δηλαδή από όλα τα δικαστήρια, όλων των βαθμών κατά την εκδίκαση ενώπιόν τους κάποιας υπόθεσης) ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, πρότεινε (και η Ν.Δ. δέχθηκε), μεταξύ άλλων, μια ρύθμιση, που ήταν ένα περαιτέρω βήμα προς το συγκεντρωτικό σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Μια διάταξη που όριζε πως όταν τμήμα ενός από τα τρία ανώτατα δικαστήρια κρίνει διάταξη νόμου αντισυνταγματική, τότε παραπέμπει υποχρεωτικά το ζήτημα στην Ολομέλεια του οικείου ανωτάτου δικαστηρίου. Η στροφή προς το συγκεντρωτικό σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, είναι πολύ φυσιολογική θέση για ένα αστικό κόμμα εξουσίας. Εξηγεί πολύ καλά τους λόγους υιοθέτησής του ο καθηγητής συνταγματικού δικαίου και βουλευτής του ΠΑ.ΣΟ.Κ., κος Ευάγγελος Βενιζέλος (ο οποίος σημειωτέον υποστηρίζει την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, με άλλες αρμοδιότητες, άλλη σύνθεση και άλλο τρόπο ανάδειξης από εκείνο που προτείνει η Ν.Δ.) και είναι αρκετά αποκαλυπτικός (55).Πέρα από το ότι, όπως υποστηρίζει, το σύστημα του διάχυτου ελέγχου δεν εξασφαλίζει ασφάλεια δικαίου, φαίνεται να δέχεται πως δεν εξοπλίζει τα δημοκρατικά νομιμοποιημένα και υπεύθυνα όργανα του κράτους για την άσκηση πολιτικής, για την επίλυση κοινωνικών και αναπτυξιακών προβλημάτων, που απασχολούν έντονα τους πολίτες. Στην ουσία μας λέει, με κομψό αλήθεια τρόπο, αυτό που πιο ωμά αναφέρει στην εισηγητική της πρόταση για την νέα σε εξέλιξη αναθεώρηση του 2007 η Ν.Δ.(56), ότι δηλαδή, με το σύστημα του διάχυτου ελέγχου μπορεί ένας νόμος να κριθεί αντισυνταγματικός πολλά χρόνια μετά την έναρξη ισχύος του, με αναδρομική ισχύ, με αποτέλεσμα να δημιουργείται υπέρμετρη επιβάρυνση του Κρατικού Προυπολογισμού, που έχει περαιτέρω αποτέλεσμα την ανατροπή του οικονομικού προγραμματισμού της εκάστοτε κυβέρνησης. Πιο κάτω, ο κος Βενιζέλος μας λέει πως το σύστημα του διάχυτου ελέγχου τροφοδοτεί ή έστω δεν εκτονώνει κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις σχετιζόμενες με την αντισυνταγματικότητα των νόμων και φέρνει ως παράδειγμα, μεταξύ άλλων και την υπόθεση των συμβασιούχων του δημοσίου. Δηλαδή, με λίγα λόγια μας λένε πως αυτό που προέχει δεν είναι η κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά να μην ανατραπούν αντιλαικές πολιτικές λιτότητας π.χ. και να μην δημιουργηθούν, αλλά αντίθετα να αποφευχθούν συνθήκες μακρόχρονων διεκδικητικών εργατικών αγώνων. Πράγματι αυτό είναι που ενοχλεί τις αστικές και αντιλαικές κυβερνήσεις.Τέλος, ο κος Βενιζέλος μας στην ουσία πως λόγοι εναρμόνισης με το κοινοτικό δίκαιο και το Δ.Ε.Κ. επιβάλλουν την εισδοχή του συγκεντρωτικού συστήματος ελέγχου της αντισυνταγματικότητας των νόμων. Ασφαλώς και δεν θέλουν με τίποτα να διαταραχθεί ο στρατηγικός στόχος της αστικής τάξης για απρόσκοπτη συμμετοχή της Ελλάδας, σε αυτό που αποκαλούν <<ευρωπαική ολοκλήρωση>>.Υποστηρίζω σθεναρά την διατήρηση του συστήματος διάχυτου ελέγχου, ο οποίος πηγάζει από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26) και οριοθετείται από τα άρθρα 87 παρ. 1 (Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από δικαστές που απολαμβάνουν ανεξαρτησία), 87 παρ. 2 (Οι δικαστές υπόκεινται μόνο στο Σ. και τους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Σ.) και 93 παρ. 4 (Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο το περιεχόμενο του οποίου είναι αντίθετο με το Σ.Θεωρώ ότι δεν μπορεί καμία συνταγματική αναθεώρηση να στερήσει ή να περιορίσει περαιτέρω το σύστημα του διάχυτου ελέγχου, χωρίς να θίξει την δικαιοδοτική λειτουργία των δικαστηρίων.
* Πέμπτο βασικό χαρακτηριστικό της Αναθεώρησης είναι οι παρεμβάσεις στην ανάδειξη, αλλά κυρίως στην οργάνωση και λειτουργία της Βουλής

α) Ως προς την ανάδειξη
Το θέμα αυτό αφορά ασφαλώς το εκλογικό σύστημα. Εδώ, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, συμφώνησαν να λύσουν απλώς το ζήτημα της αποφυγής του εκλογικού αιφνιδιασμού από πλευράς της κυβερνητικής πλειοψηφίας, η οποία, πολλές φορές στο παρελθόν κατέφευγε την τελευταία στιγμή, ή λίγο πριν τις εκλογές στην ψήφιση εκλογικού νόμου κομμένου στα μέτρα της. Γι’ αυτό και από κοινού ψήφισαν διάταξη που προβλέπει ότι ο εκλογικός νόμος, αν δεν ψηφιστεί από 200 βουλευτές, τότε θα ισχύει για τις μεθεπόμενες εκλογές. Προνόησαν έτσι βέβαια για την δυνατότητα, σε συμφωνία μεταξύ τους (με αντικείμενο το περιεχόμενο ενός εκλογικού νόμου) να προκαλέσουν αιφνιδιασμό και ασφαλώς προσδοκώμενη φθορά στα μικρότερα κόμματα.
Ασφαλώς και δεν θέλησαν, για πολλοστή φορά, να κατοχυρωθεί ένα πάγιο εκλογικό σύστημα, το οποίο δεν θα κλέβει έδρες από τα υπόλοιπα κόμματα, για να μετατρέπει τεχνητά κόμματα που είναι μειοψηφίες στο λαό, σε πανίσχυρες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, δηλαδή η απλή αναλογική. Αλλά δεν θέλησαν ούτε καν αρχές ενός εκλογικού συστήματος με αναλογικά έστω στοιχεία να περάσουν στο Σ., κάτι που θα ήταν πιο κοντά στην αρχή της λαικής κυριαρχίας και της ισότητας της ψήφου.
β) Ως προς την οργάνωση και την λειτουργία της Βουλής
Πέρα από το γεγονός ότι εξακολουθεί η κοινοβουλευτική πλειοψηφία να είναι παντοδύναμη, ελέγχοντας όλα τα βασικά όργανα της Βουλής (το Προεδρείο, τις Διαρκείς Κοινοβουλευτικές Επιτροπές, την Διάσκεψη των Προέδρων, στο ζήτημα της λειτουργίας της Βουλής, σε βασικές πλευρές, γίνονται βήματα προς τα πίσω.
Συμφωνήθηκε από ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Ν.Δ., μεγάλο μέρος του νομοθετικού έργου, δηλαδή πέρα από την επεξεργασία και η ψήφιση των νομοσχεδίων, να γίνεται στις Διαρκείς Κοινοβουλευτικές Επιτροπές. Ακολουθεί απλώς μια εν πολλοίς τυπική συζήτηση και ανταλλαγή επιχειρημάτων μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων σε σχέση με την γενική στόχευση του ν/σ. Κάτι που σημαίνει υποβάθμιση της Ολομέλειας της Βουλής
Στόχος, με συνοπτικές διαδικασίες, με αιφνιδιασμό της κοινωνίας και των συνδικαλιστικών φορέων των εργαζομένων, ώστε να μην προλάβουν να αντιδράσουν, να μπορεί να ψηφίζονται και να γίνονται νόμοι σοβαρά, γιατί όχι, αντιλαικά ν/σ. Ακόμα και νομοσχέδια που άπτονται ατομικών δικαιωμάτων, για τα οποία ήταν πάντα ευαίσθητη η Βουλή, εφ’ όσον δεν αποτελούν εκτελεστικούς του Συντάγματος νόμους, θα μπορούν να συζητούνται και να ψηφίζονται στις Επιτροπές.
Το πιο πάνω γεγονός, σε συνδυασμό με την προνομία της κυβερνητικής πλειοψηφίας να αποφασίζει και να υλοποιεί την συζήτηση και ψήφιση ν/σ με την διαδικασία του κατεπείγοντος, μέσα σε δύο-τρεις μέρες, αλλά και με τον περιορισμό της αντιπολίτευσης στην άσκηση νομοθετικής πρωτοβουλίας, που ίσχυε ήδη, όπως επίσης σε συνδυασμό με την διατήρηση του αποκλειστικού δικαιώματος της πλειοψηφίας να καθιστά δυνατή την σύσταση εξεταστικών επιτροπών και ειδικότερα εξεταστικών επιτροπών για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, έχουμε περαιτέρω ενίσχυση της κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Και βέβαια ούτε λόγος για την άσκηση νομοθετικής πρωτοβουλίας από κομμάτι του εκλογικού σώματος (και μάλιστα τέτοιου και τόσου που να μπορεί να υλοποιηθεί πραγματικά η δυνατότητα άσκησης ενός τέτοιου δικαιώματος), με την έννοια της δυνατότητας τμήματος του εκλογικού σώματος, να μπορεί να υποβάλλει στη Βουλή ένα ν/σ και να την υποχρεώνει να το συζητήσει.

* Έκτο βασικό χαρακτηριστικό, είναι οι παρεμβάσεις στη Διοίκηση και την Τοπική Αυτοδιοίκηση
α) Δημόσια διοίκηση
Η βασική παρέμβαση, στην οποία συμφώνησαν ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Ν.Δ. ήταν προσθήκη στο άρθρο 103, σύμφωνα με την οποία είναι δυνατή η κάλυψη οργανικών θέσεων στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, πέρα από τις οργανικές θέσεις που καλύπτει το επιστημονικό και τεχνικό ή βοηθητικό προσωπικό, με συμβασιούχους, δηλαδή με εργαζομένους με σχέση ιδιωτικού δικαίου (ορισμένου ή αορίστου χρόνου), των οποίων απαγορεύθηκε ρητά η μονιμοποίηση (των αορίστου και ορισμένου χρόνου) ή η μετατροπή της σχέσης τους (των ορισμένου χρόνου-εκτάκτων) σε αορίστου χρόνου.
Πρόκειται για βήμα σημαντικού περιορισμού της μονιμότητας στο δημόσιο τομέα, που ήταν μια κατάκτηση των εργαζομένων. Αυτό, σε συνδυασμό με την επέκταση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων και της μερικής απασχόλησης και στον δημόσιο τομέα (ιδιαίτερα τον ευρύτερο), έχει σαν αποτέλεσμα την επίταση της ομηρίας χιλιάδων συμβασιούχων εργαζομένων, αλλά και την μισθολογική και βαθμολογική τους καθίζηση.
Πρόκειται για μέτρα που ακολουθούνται, στα πλαίσια της προώθησης των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, σε όλες τις χώρες - μέλη της Ε.Ε. και που προέρχονται από πολιτικές δυνάμεις που έχουν απόλυτη την ευθύνη δημιουργίας αυτού του τεράστιου κοινωνικού προβλήματος των συμβασιούχων, λόγω της κυβερνητικής τους θητείας και των σχετικών τους συνειδητών πολιτικών επιλογών.
Ο περιορισμός της μονιμότητας, οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις, η επίταση της ομηρίας, αλλά και οι περιορισμοί των πολιτικών δικαιωμάτων των υπαλλήλων του δημοσίου, των ν.π.δ.δ. και των Ο.Τ.Α.( που περιορίζονται μεν με την Αναθεώρηση, αλλά διατηρούνται), σε συνδυασμό και με νομοθετικές παρεμβάσεις, όπως ένας αυταρχικότερος δημοσιουπαλληλικός κώδικας, επιχειρούν να δημιουργήσουν ένα κλίμα σιωπής και τυφλής υπακοής στη δημόσια διοίκηση, στο όνομα τάχα της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας της δημόσιας διοίκησης. Ασφαλώς επιχειρείται μια σημαντική οπισθοδρόμηση στα δικαιώματα των δημοσίων υπαλλήλων.
β) Τοπική Αυτοδιοίκηση
Επιβάλλεται μια αντιδραστική μεταρρύθμιση στο χώρο της Αυτοδιοίκησης, ενώ επιχειρείται να της δοθεί προοδευτικό προσωπείο. Η αυτοδιοίκηση θεωρείται και έχει πράγματι μετατραπεί, σε αναπόσπαστο τμήμα του πολιτικού και διοικητικού συστήματος της χώρας. Με άλλα λόγια το μακρύ χέρι της εκάστοτε κυβέρνησης. Γι’ αυτό ακριβώς και επιχειρείται, απρόσκοπτα και χωρίς τυχόν συνταγματικά κωλύματα, να μεταφερθούν βαρίδια για τη δημόσια διοίκηση και για την εκάστοτε κυβέρνησης στις πλάτες των ΟΤΑ και μάλιστα αρμοδιότητες που συνιστούν αποστολή του Κράτους.
Έτσι όμως ζητήματα κρίσιμα για το σύνολο του λαού, όπως η υγεία, η πρόνοια, η παιδεία, ο χωροταξικός σχεδιασμός, τα οποία πρέπει να αντιμετωπίζονται ενιαία, χωρίς ταξικούς ή άλλους διαχωρισμούς και στη βάση της ικανοποίησης των αναγκών όλου του λαού με υψηλού επιπέδου υπηρεσίες, θα διασπώνται και θα διαφοροποιούνται ανά ΟΤΑ. Μάλιστα, μέσα από τις προωθούμενες συμπράξεις με τους ιδιώτες, θα έχουμε σημαντική διαφοροποίηση όχι μόνο στο περιεχόμενο και την ποιότητα, αλλά και στο κόστος αυτών των υπηρεσιών, οι οποίες θα έπρεπε να παρέχονται δωρεάν από το Κράτος.
Ταυτόχρονα, οι κυβερνήσεις θα πετυχαίνουν τις όποιες αντιδράσεις για ελλείψεις και αδυναμίες στους πιο πάνω τομείς, να τις μετακυλύουν σε πολύ πιο περιορισμένο χώρο.
Και κάτι επίσης πολύ σημαντικό. Στο όνομα της οικονομικής αυτοτέλειας των ΟΤΑ, επιχειρείται η, σταδιακή και κλιμακωτή, απαλλαγή της κεντρικής διοίκησης από την υποχρέωση να καταβάλλει από τον κρατικό κύρια προυπολογισμό τις αναγκαίες για τη λειτουργία τους δαπάνες. Ταυτόχρονα σχεδιάζεται με προσεκτικά, αλλά μεθοδικά βήματα, η εξεύρεση χρημάτων από τους ΟΤΑ, δι’ ιδίων μέσων, τα οποία διστάζουν να τα αποκαλέσουν φόρους και τα ονοματίζουν <<τοπικά έσοδα>>.
Επιπλέον, ενώ το Σ. προ του 2001 άφηνε ανοιχτό το ζήτημα και τρίτου βαθμού τοπική αυτοδιοίκηση, με την Αναθεώρηση, η αυτοδιοίκηση περιορίστηκε ρητά σε δύο βαθμούς.
Ετοιμάστηκαν έτσι τα επόμενα βήματα για την νέα Αναθεώρηση που βρίσκεται σε εξέλιξη, που θα προσαρμόσει ακόμα περισσότερο τον ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που προωθούνται διεθνώς και στα πλαίσια της Ε.Ε.

5. Πολιτική συγκυρία και βασικά χαρακτηριστικά της σε εξέλιξη νέας Αναθεώρησης του Συντάγματος
α) Πολιτική συγκυρία
Λίγους μήνες μετά την ολοκλήρωση της Αναθεώρησης του 2001, τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους είχαμε τα τραγικά γεγονότα στις ΗΠΑ. Οι Αμερικανονατοικοί και ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές από κοινού, σαν έτοιμοι από καιρό, εξαπέλυσαν μια άνευ προηγουμένου επίθεση σε λαούς (Αφγανιστάν, Ιράκ), αλλά και στην επέκταση σε τρομακτική έκταση όλων των κατασταλτικών των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών μηχανισμών και βεβαίως στην ψήφιση και εφαρμογή ρυθμίσεων πρωτόγνωρα αρνητικών σε σχέση με αυτό που αποκαλείται <<νομικός πολιτισμός>> και που είχε γνωρίσει η Ευρώπη τουλάχιστον τα τελευταία 50 χρόνια (Ευρωτρομονόμος, ευρωπαικό ένταλμα σύλληψης, συμφωνίες έκδοσης και δικαστικής συνεργασίας Ε.Ε.-ΗΠΑ κ.ά).
Ταυτόχρονα η λεγόμενη <<ευρωπαική ολοκλήρωση>> προχωρούσε και σε νέα πιο αντιδραστικά στάδια, συνεχώς διευρυνόμενη ταυτόχρονα, ώσπου φτάσαμε στην δημιουργία του λεγόμενου Ευρωσυντάγματος, την πιο αντιδραστική και συνάμα πιο προωθημένη μορφή της καπιταλιστικής ενοποίησης στα πλαίσια της Ε.Ε. Η διαδικασία επιψήφισης του Ευρωσυντάγματος διακόπηκε μεν προσωρινά (η χώρα μας βέβαια, με την συμφωνία Ν.Δ. ΠΑ.ΣΟ.Κ. το είχε ήδη κυρώσει στην Βουλή) ύστερα από την καταψήφισή του, με δημοψήφισμα στη Γαλλία και στην Ολλανδία, όμως πρόσφατα επανήλθε στο προσκήνιο, με οριακές αλλαγές, με μετονομασία του τίτλου του σε<<Μεταρρυθμιστική Συνθήκη>>.
Στην Ελλάδα, η Ν.Δ. κέρδισε τις εκλογές το 2004 και έθεσε ως στόχο την προώθηση των λεγόμενων <<μεταρρυθμίσεων>> (βλ. καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων), στα πλαίσια των κατευθύνσεων της Ε.Ε. και των αποφάσεων της Λισαβόνας. Πρόσφατα, τον Σεπτέμβρη του 2007 η Ν.Δ. ξανακέρδισε τις εκλογές, με μείωση του εκλογικού της ποσοστού, αλλά χωρίς την δυσαρέσκεια από την εφαρμοζόμενη πολιτική της να εισπράξει το ΠΑ.ΣΟ.Κ., υποσχόμενη την επιτάχυνση των <<μεταρρυθμίσεων>>. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. έχει περιπέσει σε βαθιά ιδεολογική κρίση, η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι η στρατηγική του ταυτίζεται με της Ν.Δ.(57)
β) Γενικά και βασικά χαρακτηριστικά της νέας Αναθεώρησης
Η αναθεώρηση ξεκίνησε το 2006, με την υποβολή σχετικής πρότασης από πλευράς της Κυβέρνησης της Ν.Δ. και ακολούθησε αντίστοιχη πρόταση από το ΠΑ.ΣΟ.Κ.(58) Λίγο αργότερα, αναλυτική πρόταση προς συζήτηση κατέθεσε και το ΚΚΕ,(59) παρόμοια, αλλά πιο επεξεργασμένη και εμπλουτισμένη, σε σχέση με εκείνη που είχε καταθέσει στα πλαίσια της προηγούμενης αναθεώρησης του 2001.
Β1. Ορισμένα γενικά χαρακτηριστικά της νέας Αναθεώρησης
* Είναι σαφώς μικρότερη σε έκταση και περιεχόμενο από την προηγούμενη Αναθεώρηση του 2001(60), όμως αποτελεί συνέχεια και επέκταση των <<Μεταρρυθμίσεων>> που προωθήθηκαν με την προηγούμενη Αναθεώρηση του 2001, με σκοπό την ταχύτερη και βαθύτερη προσαρμογή της χώρας μας στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που προωθούνται σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες του κόσμου και εκείνες της Ε.Ε.
* Ως προς το περιεχόμενο
Η Πρόταση της Ν.Δ. αποτελεί, κατά μεγάλο μέρος, επαναφορά των προτάσεων που είχε καταθέσει στην προηγούμενη αναθεώρηση και οι οποίες δεν είχαν υιοθετηθεί από το ΠΑ.ΣΟ.Κ.(βλ. πιο πάνω σελ. 15), με την προσθήκη ορισμένων νέων, με κύριες αυτές που αφορούν την χειροτέρευση της κατάστασης στην προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων (άρθρ. 24), την θεσμοθέτηση υποχρέωσης του κράτους να μεριμνά για την κοινωνική συνοχή (άρθρ. 22), την προσθήκη ρύθμισης για την ευκολότερη κύρωση από την Βουλή των κανόνων πρωτογενούς δικαίου της Ε.Ε. (άρθρ. 28 παρ. 3), την κατάργηση του απόλυτου επαγγελματικού ασυμβιβάστου των βουλευτών (άρθρ. 57 παρ. εδ. ε’), που θεσπίστηκε αιφνιδιαστικά κατά την προηγούμενη Αναθεώρηση, νέα πρόταση για την επιλογή των προεδρείων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων από την εκάστοτε κυβέρνηση (άρθρ. 90 παρ. 5) και την ρύθμιση για την εξέλιξη των εργαζομένων με σχέση αορίστου χρόνου στο δημόσιο (άρθρ. 103).
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ., έχοντας υποστεί ιδεολογική κρίση και μη μπορώντας να καρπωθεί την δυσαρέσκεια μεγάλης μερίδας του λαού από την κυβερνητική πολιτική, επιδίωξε με κάθε τρόπο να δείξει ότι διαφοροποιείται από την Ν.Δ. Στην προσπάθειά του αυτή υιοθέτησε προτάσεις τις οποίες είχε επανειλημμένα απορρίψει ως κυβέρνηση, όπως για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα (είχε υποβληθεί παλαιότερα και από ομάδα βουλευτών του ίδιου του ΠΑ.ΣΟ.Κ, αλλά και από τον ΣΥΝ), για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος με λαική πρωτοβουλία και για λαική νομοθετική πρωτοβουλία (την είχε υποβάλει σταθερά και μόνιμα το ΚΚΕ).
Η δική του Πρόταση περιστράφηκε κυρίως γύρω από τις συνταγματικές ελευθερίες και την προσπάθεια θέσπισης ρυθμίσεων για την αναβάθμιση, όπως επικαλούνταν, του κύρους και της αξιοπιστίας των αντιπροσωπευτικών θεσμών, βασικά μέσα από την λεγόμενη <<συμμετοχική δημοκρατία>>.
* Παρ’ όλη την προσπάθεια διαφοροποίησής του, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. συνέπεσε με την Ν.Δ. σε τρία πολύ κεντρικά ζητήματα. Την πρόβλεψη για ίδρυση μη κρατικών-μη κερδοσκοπικών (βλ. ιδιωτικών) Πανεπιστημίων (άρθρ. 16), στην κατάργηση του ασυμβιβάστου της ιδιότητας ιδιοκτήτη ΜΜΕ με την ιδιότητα του εργολάβου δημοσίων έργων (άρθρ. 14 παρ. 9), που είχε θεσπιστεί με την αναθεώρηση του 2001, ύστερα από κοινή συμφωνία όλων των κομμάτων, αλλά που αποσύρεται με συμφωνία Ν.Δ.-ΠΑ.ΣΟ.Κ., ύστερα από παρέμβαση της Ε.Ε., γιατί έθετε κάποια εμπόδια στην ελεύθερη δράση του μεγάλου κεφαλαίου και στο ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (άρθρο 102).
* Τελικά το ΠΑΣΟΚ, αξιοποιώντας ως πρόσχημα, κάποια παρατυπία κατά την ψηφοφορία για το άρθρο 24, του προεδρείου της Επιτροπής που είχε συσταθεί για την συζήτηση των αναθεωρητέων διατάξεων, στην οποία συμμετείχε, αποχώρησε, στα μέσα Ιανουαρίου 2007, από την αρμόδια Επιτροπή και από την περαιτέρω συμμετοχή του στην αναθεωρητική διαδικασία. Όμως οι πραγματικοί λόγοι της αποχώρησής του ήταν άλλοι. Την πιο πάνω απόφασή του επηρέασαν τρεις παράγοντες. Η απέλπιδα προσπάθειά του να δείξει ότι διαφοροποιείται από την Ν.Δ., παρά την ταύτιση μαζί της στα στρατηγικής σημασίας ζητήματα, η διαφοροποίηση βουλευτών του γύρω από την συμφωνία με την Ν.Δ. για την προώθηση των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, που θα άφηνε τα χέρια ανοιχτά στην επόμενη Βουλή με απλή απόλυτη πλειοψηφία των 150 (και όχι των 180) βουλευτών, θα μπορούσε να διαμορφώσει το άρθρο 16 κατά το δοκούν (είναι χαρακτηριστικό ότι, κατά την ψηφοφορία στην Επιτροπή Αναθεώρησης για το σχετικό άρθρο 16, καταψήφισε τουλάχιστον ο Ευάγ. Βενιζέλος και ψήφισε παρών ο Λοβέρδος) και βεβαίως ο κατευνασμός των αντιδράσεων ψηφοφόρων του, κύρια από το χώρο της νεολαίας, που ήταν αντίθετοι με την αναθεώρηση του άρθρου 16.

Β2. Βασικά χαρακτηριστικά της νέας Αναθεώρησης.
2.1. Σε σχέση με την Πρόταση της Ν.Δ.
- Πρόταση για την υποχρέωση να μεριμνά το Κράτος για την κοινωνική συνοχή (άρθρ. 22 παρ. 1) Πρόκειται για δημαγωγική και αποπροσανατολιστική ανέξοδη διακήρυξη, σε μια προσπάθεια να εμφανιστεί με φιλολαικό προσωπείο, η οποία εντάσσεται στη λογική της αντιμετώπισης των ακραίων φαινομένων φτώχιας και της αντιμετώπισης των εκρηκτικών αντιθέσεων μέσα από διάλογο και κοινωνικό εταιρισμό. Τελικά, στην πρόταση που έστειλε η Ν.Δ. μόλις αυτή την βδομάδα στα μέλη που συμμετέχουν στην Επιτροπή Αναθεώρησης της νέας βουλευτικής περιόδου, φαίνεται να υιοθετεί και την πρόταση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα
- Για την προστασία του περιβάλλοντος (άρθρ. 24, 117 παρ. 3 και 4). Χειροτερεύουν τα πράγματα ως προς την προστασία των δασών και του περιβάλλοντος, στο όνομα της <<βιώσιμης ανάπτυξης>> και υπό την επίκληση της αρχής της αναλογικότητας. Απαγορεύεται κατ’ αρχήν η μεταβολή χρήσης των δασών και δασικών εκτάσεων, μόνο όμως για όσες εκτάσεις χαρακτηρίζονται δάση ή δασικές από 11.6.1975 και μετά. Όσες τέτουες εκτάσεις κάηκαν από την πιο πάνω ημερομηνία και μετά, θα κηρύσσονται αναδασωτέες. Αντίθετα, ό,τι τετελεσμένες σε βάρος του περιβάλλοντος καταστάσεις έχουν δημιουργηθεί πριν από το 1975, αυτές θα αναγνωρίζονται και το Κράτος το πολύ-πολύ να εισπράξει κάποια <<αργύρια>> γι’ αυτή την επιβράβευση των καταπατητών και εμπρηστών. Επιχειρείται διάκριση δασών και δασικών εκτάσεων και για τις τελευταίες ορίζεται ότι μπορεί πιο εύκολα να αλλάζει η χρήση τους και να μπορούν να εντάσσονται στο χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό.
- Για το άρθρο 28 παρ. 3(Σχέσεις με διεθνείς οργανισμούς)
Επιδιώκεται να ρυθμιστεί ρητά και σαφώς ότι η μεταφορά στη χώρα μας του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου(δηλ. οι Συνθήκες της Ε.Ε.), θα γίνεται με κυρωτικό νόμο που θα αρκεί σε κάθε περίπτωση να υπερψηφίζεται από 151 βουλευτές. Θέλει να αποφευχθεί η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 28 παρ. 2 , που απαιτεί για την κύρωση συνθήκης με την οποία μεταβιβάζονται αρμοδιότητες σε διεθνείς οργανισμούς υπερψήφιση από 180 βουλευτές. Ας μην ξεχνιόμαστε. Σε λίγους μήνες, πιθανόν να έρθει προς κύρωση στη Βουλή η λεγόμενη <<Μεταρρυθμιστική Συνθήκη>>, που αντικατέστησε το <<Ευρωσύνταγμα>>.
- Για τα κόμματα (άρθρο 29 παρ. 2)
Επιχειρείται να καθιερωθεί ως κύρια και πρωτεύουσα πηγή χρηματοδότησης των κομμάτων ο κρατικός προυπολογισμός και να μπουν ακόμα αυστηρότεροι όροι για την λεγόμενη <<ιδιωτική>> χρηματοδότηση των κομμάτων, την αρνητικότητα του οποίου έχουμε ήδη σχολιάσει. Ταυτόχρονα προτείνεται η δυνατότητα περιορισμού και απαγόρευσης χρήσης ραδιοτηλεοπτικού χρόνου από τα κόμματα, πέρα από τον προβλεπόμενο στο νόμο, κατά την προεκλογική περίοδο. Είναι μια ακόμα αντιδημοκρατική προσπάθεια περαιτέρω περιορισμού της φωνής των μη αρεστών στο σύστημα κομμάτων.
- Για τον διορισμό των προεδρείων των ανωτάτων δικαστηρίων (άρθρ. 90 παρ.5)
Επιχειρείται ο περιορισμός της απόλυτης διακριτικής ευχέρειας της εκάστοτε κυβέρνησης να διορίζει στις πιο πάνω θέσεις όποιους δικαστικούς επιθυμεί, μέσω της επιλογής των διοριζόμενων, των μεν Προέδρων από τους Αντιπροέδρους, των δε Αντιπροέδρων από τους 10 αρχαιότερους δικαστές του οικείου δικαστηρίου. Καθιερώνεται επίσης θητεία (έως 6ετής) και για τους Αντιπροέδρους. Η ουσία είναι ότι παραμένει η απόλυτη ευχέρεια επιλογής από την εκάστοτε κυβέρνηση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.
- Για την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου (άρθρ. 100) ισχύουν όσα έχουμε ήδη αναφέρει πιο πάνω, για την εισαγωγή στοιχείων συγκεντρωτικού ελέγχου της αντισυνταγματικότητας των νόμων, ήδη από την προηγούμενη αναθεώρηση του 2001.
Εδώ θα προσθέσουμε μόνο την έντονη κριτική μας ενάντια στην, επικίνδυνη για την ελεύθερη λειτουργία των κομμάτων και τους πιθανούς κινδύνους δικαστικών σε βάρος τους διώξεων, διάταξη της ανάθεσης του ελέγχου των οικονομικών των κομμάτων στο Συνταγματικό Δικαστήριο.
- Για τα άρθρα που αφορούν την δημόσια διοίκηση (άρθρ. 103-104)
Ενώ υποτίθεται ότι με την αναθεώρηση του άρθρου 103 επιδιώκεται η αναβάθμιση του προσωπικού του δημοσίου που έχει προσληφθεί με σχέση ιδ.δ. αορίστου χρόνου, με την δυνατότητα βαθμολογικής και μισθολογικής εξέλιξής τους, εν τούτοις, παίρνοντας υπ’ όψη τις κατευθύνσεις της Ε.Ε. , την ισχύουσα ρύθμιση του άρθρ. 103 για την απαγόρευση μονιμοποίησης των συμβασιούχων, το λοιπό νομοθετικό πλαίσιο για τις ελαστικές μορφές απασχόλησης και την μερική απασχόληση στο δημόσιο, αλλά και την πρακτική στο δημόσιο χώρο, μπορεί να υποστηριχθεί πως άλλες είναι οι άδηλες προθέσεις των συντακτών της σχετικής πρότασης. Η προσθήκη ενός ακόμη βήματος στην κατεύθυνση της σταδιακής κατάργησης ή έστω περιορισμού της μονιμότητας, η πιθανή γενίκευση της πρόσληψης στο δημόσιο εργαζομένων με σχέση ιδ. δ., η καθιέρωση και διεύρυνση των προσλήψεων και της εξέλιξης στην ιεραρχία <<ημετέρων>>.
Με την θέσπιση συνταγματικά της προσωπικής ευθύνης των υπαλλήλων για παράνομη υπαίτια συμπεριφορά η οποία συνεπάγεται βλάβη στην περιουσία του δημοσίου, σε συνδυασμό με τις πιο πάνω ρυθμίσεις περιορισμού τουλάχιστον της μονιμότητας, με την αυταρχικοποίηση του δημοσιουπαλληλικού κώδικα και την διατήρηση σοβαρών περιορισμών στα πολιτικά δικαιώματα των δημοσίων υπαλλήλων, επιχειρείται να δημιουργηθεί μια κατάσταση περίπου τρομοκράτησης και πλήρους υποταγής των υπαλλήλων στις εντολές της διοίκησης.
2.2 Σε σχέση με την Πρόταση του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
- Αναφορικά με τις σχέσεις εκκλησίας και κράτους.
Τόσα χρόνια και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. αρνιόταν τις συνταγματικές τροποποιήσεις που πρότεινε το ΚΚΕ, αλλά και προτείνουν και αστοί νομικοί και συνταγματολόγοι, για τον πλήρη και σαφή χωρισμό του κράτους από την εκκλησία. Τώρα, σαν απόρροια του κοσμοπολιτισμού του και όχι της πραγματικής βούλησής του για τον πιο πάνω χωρισμό, επιχειρεί ένα δειλό βήμα, (κατάργηση της απαγόρευσης του προσηλυτισμού, κατάργηση του θρησκευτικού τύπου του όρκου) που δεν απαντά στην ουσία του θέματος που είναι η εξασφάλιση και πλήρης προστασία του δικαιώματος της ελευθερίας της συνείδησης, επομένως και της θρησκευτικής συνείδησης, μέσα από γενναία συνταγματική μεταρρύθμιση, που θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων την κατάργηση του άρθρου 3 περί επικρατούσας θρησκείας, η κατάργηση της έννοιας της <<γνωστής>> θρησκείας, την κατάργηση και απάλειψη από τους σκοπούς της παιδείας της ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης, αλλά και νομοθετικά μέτρα, όπως της καθιέρωσης της υποχρεωτικότητας του πολιτικού γάμου, της πολιτικής κηδείας, της αφαίρεσης του μαθήματος των θρησκευτικών, στη μορφή που έχουν σήμερα τουλάχιστον από τα σχολεία, της φορολόγησης σε πρώτη φάση της εκκλησιαστικής περιουσίας κλπ.
- Για τα δικαιώματα των μεταναστών (άρθρο 5)
Η πρόταση υπήρχε και στο αρχικό στάδιο της προηγούμενης αναθεώρησης, πλην όμως κάπου στην πορεία <<χάθηκε>>. Εν πάσει περιπτώσει, η προτεινόμενη ρύθμιση είναι εξαιρετικά ελλειπής. Και τούτο γιατί κάνει λογο μόνο για τους νόμιμα διαμένοντες στην Ελλάδα, που είναι η μικρή μόνο μειοψηφία όσων βρίσκονται στη χώρα, οι οποίοι όλοι, χρειάζονται σημαντική προστασία και προπαντός ίσα εργασιακά, ασφαλιστικά και λοιπά ατομικά δικαιώματα με τους Έλληνες πολίτες.
- Για την πρόβλεψη εξασφάλισης ενός ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος (άρθρ. 21).
Εκτός των όσων έχουμε αναφέρει πιο πάνω περί καταψήφισης της σχετικής πρότασης όταν αυτή έγινε από άλλους στο παρελθόν, μπορούμε ακόμα να πούμε πως η πρόταση γίνεται με σκοπιμότητα, για να φανεί ένα φιλολαικό δήθεν προσωπείο, στα πλαίσια του σχετικού διαγκωνισμού με την Ν.Δ. και της προσπάθειας απόκρυψης της ταύτισης σε βασικές αντιλαικές πολιτικές. Αλλά ακόμα και ότι συνδέεται με την επιδίωξη κατάργησης των κατώτερων μεροκάματων, των κατώτερων συντάξεων και την αντικατάστασή τους με προνοιακού τύπου παροχές, προς αντιμετώπιση της σχετικής εξαθλίωσης.
- Για την επιλογή του Προεδρείου των ανωτάτων δικαστηρίων (άρθρ. παρ. 5)
Και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. με την ίδια φιλοσοφία της Ν.Δ., δηλ. την λογική της τελικής επιλογής από την εκάστοτε Κυβέρνηση, υιοθετεί διαφορετική μέθοδο κατάληξης σ’ αυτή την επιλογή. Κάνει λόγο να υπάρξει, προ της τελικής επιλογής, ακρόαση στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής τριών υποψηφίων για κάθε θέση, τους οποίους θα υποδείξει η Κυβέρνηση.
- Για τις διάφορες μορφές <<συμμετοχικής δημοκρατίας>>
α) Για την κατοχύρωση στο Σ. των λεγόμενων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (Μ.Κ.Ο.)
Από την στιγμή που στο Σ. προβλέπεται και κατοχυρώνεται η σύσταση σωματείων και άλλων νομικών ενώσεων γιατί άραγε χρειάζεται η ειδική κατοχύρωση των Μ.Κ.Ο.; Η ίδια η πείρα έχει δείξει πως οι οργανώσεις αυτές, που ξεπηδάνε σαν μανιτάρια σε διεθνές επίπεδο, είναι το αγαπημένο παιδί τελικά αστικών κυβερνήσεων, διεθνών, ακόμα και ιμπεριαλιστικών οργανισμών, πολυεθνικών επιχειρήσεων. Είναι οργανώσεις που αποσπούν σημαντικά κρατικά κονδύλια(61), αποδυναμώνουν τα πραγματικά σωματεία, τις άλλες ενώσεις που παλεύουν, έρχονται πολλές φορές σε αντιπαράθεση με το μαζικό συνδικαλιστικό κίνημα, αποπροσανατολίζουν συνειδήσεις, ιδίως νέων ανθρώπων που έχουν διάθεση ριζοσπαστικοποίησης. Το λιγότερο εξαντλούνται σε θέσεις και δράσεις τελικά ανώδυνες για την διατήρηση της κυριαρχίας της άρχουσας τάξης. Δεν χρειάζεται επομένως ούτε καν να μιλούμε για προστασία τέτοιων οργανώσεων, πόσο μάλλον για συνταγματική προστασία.
β) Για την πρόκληση λαικού δημοψηφίσματος και για την λαική νομοθετική πρωτοβουλία
Πέρα από την απόρριψη εκ μέρους και του ΠΑ.ΣΟ.Κ, σημαντικών προτάσεων τέτοιων μορφών άσκησης της άμεσης δημοκρατίας τις οποίες έχει πολλές φορές υποβάλλει το ΚΚΕ αλλά και άλλοι φορείς (Αξίζει εδώ να θυμίσουμε την καθολική άρνηση από Ν.Δ. και ΠΑ.ΣΟ.Κ, αλλά και ΣΥΝ της πρότασης για διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την Συνθήκη του Μάαστριχτ), εδώ έχουμε την θεσμοθέτηση ενός αρκετά κουτσουρεμένου και αμφίβολης πραγμάτωσης δικαιώματος.
Και τούτο γιατί η πρόκληση λαικού δημοψηφίσματος μπορεί να γίνει μόνο για ψηφισμένο ν/σ που αφορά κοινωνικό θέμα (και όχι την πρόκληση δημοψηφίσματος για εθνικό θέμα που παραμένει ως αποκλειστικό προνόμιο της κυβέρνησης) και μάλιστα με εξαιρέσεις (ούτε για δημοσιονομικό, ούτε και για ασφαλιστικό θέμα) και με προυποθέσεις (συγκέντρωση ουσιαστικά περίπου 350 χιλιάδων υπογραφών, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά επισφαλή την πραγμάτωσή του.
Το ίδιο εξαιρετικά επισφαλής είναι η πραγματοποίηση και του άλλου σκέλους της συμμετοχικής δημοκρατίας, δηλ. της λαικής νομοθετικής πρωτοβουλίας, αφού για την άσκησή της απαιτείται η συγκέντρωση περίπου 210 χιλιάδων υπογραφών.
Τελικά, οι πραγματικές και ουσιαστικές μορφές συμμετοχικής δημοκρατίας, όπως της άσκησης κοινωνικού και λαικού ελέγχου στα οικονομικά και στη διαχείριση των οικονομικών του κράτους και της επιχειρηματικής δραστηριότητας, ή η πραγματική συμμετοχή των εργαζομένων σε όλα τα κέντρα λήψης των αποφάσεων που τους αφορούν, δεν χωρούν μέσα στις αστικές δημοκρατίες.
2.3. Προτάσεις Ν.Δ. και ΠΑ.ΣΟ.Κ., με κοινή στόχευση και παραπλήσιο περιεχόμενο
α) Ως προς την κοινή θέση για κατάργηση του ασυμβίβαστου μεταξύ της ιδιότητας ιδιοκτήτη ΜΜΕ και εργολάβου, έχουμε μιλήσει πιο πάνω.
β) Εδώ θα μιλήσουμε για την ταύτιση Ν.Δ. και ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην ίδρυση μη κρατικών-μη κερδοσκοπικών Πανεπιστημίων.
Η ταύτιση των δύο κομμάτων βρίσκεται στη λογική ότι και η παιδεία, η εκπαίδευση πρέπει και αυτή να υποταχθεί στους κανόνες της αγοράς, ότι η παιδεία είναι εμπόρευμα και όχι κοινωνικό αγαθό. Τα δύο κόμματα, στα πλαίσια της Ε.Ε. και της Μπολόνια, έχουν συμφωνήσει σε μια σειρά από ζητήματα, όπως π.χ. ότι αυτό που χρειάζονται οι επιχειρήσεις είναι φθηνό και ευέλικτο εργατικό δυναμικό και πως αυτοί που θα αποφοιτούν από τα Πανεπιστήμια δεν χρειάζεται να είναι επιστήμονες με πλήρη γνώση του γνωστικού τους αντικειμένου, αλλά μισοκατηρτισμένοι, αφού θα χρειαστεί, κατά την διάρκεια του εργασιακού τους βίου να επανακαταρτιστούν. Και ακόμα πως θα πρέπει άμεσα ή έμμεσα οι επιχειρήσεις να μπουν στα Πανεπιστήμια, να συνδεθούν τα πανεπιστήμια με την αγορά. Και βέβαια στην ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα και της παιδείας. Επίσης, πως θα πρέπει να μειωθούν τα χρήματα που δίνει το κράτος στα Πανεπιστήμια, να τα δίνει με βάση τις επιδόσεις και το business plan του κάθε Πανεπιστημίου και πως εκείνα με τη σειρά τους θα πρέπει να αναζητήσουν άλλες πηγές χρηματοδότησης, δηλ. τις επιχειρήσεις-χορηγούς. Γι’ αυτό ακούει κανείς τα δύο μεγάλα κόμματα και ιδίως το ΠΑ.ΣΟ.Κ. να μιλάει για αναβαθμισμένα δήθεν δημόσια Πανεπιστήμια στη Βάση της διαφοροποίησης και της οικονομικής αυτοτέλειάς τους.
Το κύριο πρόβλημα με την ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων θα είναι η υποβάθμιση που θα υποστούν τα δημόσια Πανεπιστήμια, αφού θα δημιουργηθούν πολλών ταχυτήτων Πανεπιστήμια, τα οποία θα λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, προσπαθώντας να προσελκύσουν χορηγούς.
γ) Ως προς τον ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης
Και τα δύο κόμματα συμφωνούν με την μεταφορά αρμοδιοτήτων που πρέπει να ασκούνται από το κράτος στους ΟΤΑ και στην οικονομική αυτοτέλειά τους, όπως και στις συμπράξεις τους με ιδιώτες. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. προχωράει και λέει καθαρά πως υποστηρίζει την ρητή αναφορά στο Σ. περί δυνατότητας των ΟΤΑ να εισπράττουν φόρους από τους δημότες τους. Επιπλέον το ΠΑ.ΣΟ.Κ κάνει ανοιχτά λόγο για δευτεροβάθμια περιφερειακή αυτοδιοίκηση, κάτι που αφ’ ενός μεν είναι κοινοτική κατεύθυνση, αφ’ ετέρου δε βολεύει τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, που θέλουν να παίρνουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερης κλίμακας έργα, κάτι που τους το εξασφαλίζει πολύ καλύτερα η περιφέρεια, παρά ο νομός.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η πολιτική σημασία των όσων αναλύσαμε ως τώρα γύρω από την συνταγματική αναθεώρηση, όπως αυτή εξελίχθηκε από το 1975 ως σήμερα είναι ότι:
Και το ελληνικό Σύνταγμα επιβεβαιώνει την ταξική του φύση, ως ένα κλασσικό αστικό Σ. που κατοχυρώνει τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, της αστικής τάξης. Ένα από τα βασικά δικαιώματα που κατοχυρώνει και μάλιστα με τάσεις επέκτασης της προστασίας του, είναι η καπιταλιστική ιδιοκτησία (άρθρο 17).
Υπηρετεί τον βασικό στρατηγικό στόχο της άρχουσας τάξης αυτή την περίοδο, που δεν είναι άλλος από την απρόσκοπτη και ανεμπόδιστη συμμετοχή της χώρας στην λεγόμενη <<ευρωπαική ολοκλήρωση>> (βλ. ενδεικτικά άρθρο 28 και ερμηνευτική δήλωση άρθρου 80)
Και μέσα από το Σύνταγμα επιχειρείται η προώθηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων σε όλους τους τομείς και ενδεικτικά στην παιδεία (άρθρο 16), το περιβάλλον (άρθρο 24), την δημόσια διοίκηση (άρθρο 103), την τοπική αυτοδιοίκηση (άρθρο 102).
Με βάση τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης, όπου τα δύο κόμματα Ν.Δ. και ΠΑ.ΣΟ.Κ., συγκεντρώνοντας ποσοστό γύρω ή πάνω από το 80%, είναι κόμματα του κεφαλαίου, υπηρετούν την στρατηγική του, πράγματι έχουμε αφαίρεση και περιορισμούς στα δικαιώματα του λαού, όπως στο δικαίωμα της συνάθροισης (άρθρο 11), στο δικαίωμα της απεργίας (άρθρο 23), στα πολιτικά δικαιώματα των δικαστικών λειτουργών και του προσωπικού των σωμάτων ασφαλείας, αλλά και των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρο 29 παρ. 3)
Δεν είναι λίγες οι φορές που λόγω του πιο πάνω αρνητικού συσχετισμού δύναμης, χρησιμοποιούνται και στο δικό μας Σύνταγμα ρήτρες όπως, αναλογικότητα (άρθρο 25 παρ. 1), έκτακτη περίπτωση εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης, που χρησιμοποιείται για την έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου (άρθρο 44 παρ. 1), ή η επίκληση άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας, προκειμένου να τεθεί η χώρα σε κατάσταση πολιορκίας για εσωτερικούς λόγους (άρθρο 48 παρ. 1), προκειμένου να συρρικνωθούν ή να καταλυθούν συνταγματικά δικαιώματα. Και έχουν χρησιμοποιηθεί τέτοιες ρήτρες, όπως η ρήτρα της αναλογικότητας για να κηρυχθούν καταχρηστικές απεργίες ή η ρήτρα της έκτακτης περίπτωσης εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης, προκειμένου να εκδοθεί πράξη νομοθετικού περιεχομένου, που ποινικοποιούσε τις μαθητικές κινητοποιήσεις.

Το μήνυμα προς τις κοινωνικές δυνάμεις και ιδίως προς την εργατική τάξη, είναι πως στην αστική δημοκρατία που ζούμε τα ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, που το ίδιο το αστικό Σύνταγμα προβλέπει, είναι πάντα κουτσουρεμένα και πως η αστική τάξη δεν θα διστάσει ακόμα και να τα παραβιάσει, να τα εξοβελίσει, αν στέκονται εμπόδιο στις στρατηγικές της επιδιώξεις. Ο ταξικός αγώνας που αποβλέπει σε ρήξεις και ριζικές αλλαγές σε καμία περίπτωση δεν νομιμοποιείται, όμως τελικά είναι μόνο εκείνος που μπορεί να οδηγήσει στην ανατροπή του εκμεταλλευτικού συστήματος και στην εγκαθίδρυση της λαικής εξουσίας, δηλαδή του σοσιαλισμού.


Νίκος Νικητόπουλος
Δικηγόρος

(1) Τροποποιήθηκαν πάνω από 110 διατάξεις και συνολικά 53 (από τα 110) άρθρα του Συντάγματος 1975/1986.
(2) Βλ. <<Προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος από τις κοινοβουλευτικές ομάδες της Ν.Δ. και του ΠΑ.ΣΟ.Κ., σύμφωνα με τα άρθρα 110Σ και 119 ΚτΒ>> , Αθήνα Σεπτέμβριος 2006, από το τμήμα εκδόσεων της Βουλής.
(3) Βλ. <<Προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος που υποβλήθηκαν από τις κοινοβουλευτικές ομάδες του Κ.Κ.Ε. και του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.>>, Αθήνα Νοέμβριος 2006, από το τμήμα εκδόσεων της Βουλής.
(4) Έχει ήδη συγκροτηθεί η προβλεπόμενη από το Σ. Επιτροπή επεξεργασίας των αναθεωρητέων διατάξεων (από την οποία απουσιάζει το ΠΑ.ΣΟ.Κ.) και έχουν αρχίσει οι συνεδριάσεις της.
(5) Βλ. Δημ. Καλτσώνη,<<Το Σύνταγμα στη Λενινιστική Σκέψη>>, Σύγχρονη Εποχή 1997, σελ. 8.
(6) Βλ. Δημ. Καλτσώνη, ό.π. σελ. 10 και 14.
(7) Βλ. Ι. Λένιν, <<λόγος στη συγκέντρωση στη συνοικία Πρέσνια 26 του Ιούλη 1918, Άπαντα τόμ. 36, σελ. 535. (8) Βλ. Ι. Λένιν, <<Στην ουρά της μοναρχικής αστικής τάξης ή επικεφαλής του επαναστατικού προλεταριάτου και της αγροτιάς>> τόμ. 11, σελ. 202.
(9) Βλ. Κ. Μάρξ <<Κριτική της πολιτικής οικονομίας>>, εκδ. Οικονομικής και Φιλοσοφικής Βιβλιοθήκης Αθήνα, σελ. 7.
(10) Βλ. Κ. Μάρξ <<Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία 1848-1850, ό.π. σελ.161. (11) Βλ. Κ. Μάρξ <<Το εβραικό ζήτημα>> εκδ. Οδυσσέας, σελ. 90-95
(12) Βλ. Ι. Λένιν <<Το ΙΧ Συνέδριο του ΚΚΡ(μπ)>> Άπαντα, τόμ. 40, σελ. 251.
(13) Βλ. Κ. Μάρξ <<Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, ό.π., σελ. 90-92. (14) Βλ. Κ. Μάρξ <<Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, ό.π. σελ. 91 (15) Βλ. Δημ. Καλτσώνη, ό.π., σελ. 23,24 (16) Βλ. Κ.Μάρξ <<Η 18η Μπρυμέρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, εκδ. Σύγχρονη Εποχή , Αθήνα 1987, σελ. 30,31 (17) Βλ. Δημ. Καλτσώνη, ό.π., σελ. 24 (18) Βλ. Μάκη Μαίλη, <<Βασικές εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα από το 1974 μέχρι σήμερα>>, Κομμουνιστική Επιθεώρηση 2008, τεύχος 1, σελ. 41-43.
(19) Βλ. Πρακτικά Ολομέλειας Ε’ Αναθεωρητικής Βουλής με ημ/νία 21.5.1995, με τις δηλώσεις αποχώρησης των εκπροσώπων των κομμάτων της Αντιπολίτευσης (του αρχηγού Γ. Μαύρου από την Ε.Κ-Ν.Δ., του αρχηγού Α. Παπανδρέου για το ΠΑΣΟΚ και του Λ. Κύρκου για την Ενωμένη Αριστερά) και την κατατεθειμένη στα πρακτικά της Ολομέλειας της Βουλής με ημ/νία 7.6.1975, ημέρα επιψήφισης του Συντάγματος, επιστολή της Ενωμένης Αριστεράς, που εξηγεί τους λόγους της αποχώρησης και μη συμμετοχής στην διαδικασία.
(20) Βλ. Πρακτικά Ολομέλειας Ε’ Αναθεωρητικής Βουλής με ημ/νία 28.3.1975, όπου μεταξύ άλλων ο Γ. Μαύρος κάνει λόγο για ένα Σχέδιο Συντάγματος που είναι μια ανθολογία διατάξεων που ελήφθησαν από το Σύνταγμα του 1952, το οποίο δεν εξέφραζε τον παλμό της εποχής που δημοσιεύτηκε, από ξένα Συντάγματα και από ορισμένες αυτολεξεί σχεδόν διατάξεις των Συνταγμάτων της χούντας, δηλ. του 1968 και του 1973. Ο δε Α. Παπανδρέου μιλάει για ορισμένες όψεις του Συντάγματος, οι οποίες είναι σε κατάφωρη αντίθεση και αντίφαση με την έννοια του δημοκρατικού πολιτεύματος. Και ο Η. Ηλιού, επικεφαλής της Ενωμένης Αριστεράς κάνει λόγο, αναφερόμενος στο Σύνταγμα, για συνταγή υπερατλαντική.
(20)Βλ. Ευάγ. Βενιζέλου <<Η αναθεώρηση του Συντάγματος-Συνολικό σχέδιο για την Ελλάδα του 21ου αιώνα-Συναινετική αναθεώρηση ΙΙ>>, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1998, σελ. 83
(21) Βλ. τοποθέτηση εισηγήτριας της Ν.Δ. Άννας Ψαρούδα-Μπενάκη, κατά την συζήτηση για την Αναθεώρηση του Συντάγματος το 1986, Πρακτικά Ολομέλειας Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής με ημ/νία 13.1.1986, όπου ομολογεί πως μέλημα της αναθεώρησης του 1975 ήταν η εξασφάλιση μιας ισχυρής εκτελεστικής εξουσίας.
(22) Βλ. Ευάγ. Βενιζέλου, ό.π., σελ. 102-103
Κυβέρνηση και ερήμην της Βουλής, να μπορεί να εκδίδει πράξεις νομο-
θετικού περιεχομένου, με διάρκεια ισχύος μέχρι 40 ημέρες, μέχρι να έρθουν και να εγκριθούν από τη Βουλή.
(23) Βλ. Πρακτικά Ολομέλειας Ε’ Αναθεωρητικής Βουλής με ημ/νία 31.3.1975
(24) Βλ. Πρακτικά Ολομέλειας, ό.π., με ημ/νίες 28.3.1975 και 16.5.1975
(25) Βλ. Πρακτικά Ολομέλειας, ό.π., με ημ/νία 11.5.1975
(26) Βλ. Πρακτικά Ολομέλειας, ό.π., με ημ/νία 24.4.1975
(27) Βλ. Πρακτικά Ολομέλειας, ό.π., με ημ/νία 10.5.1975
(28) Στις εκλογές του 1981 το ΠΑ.ΣΟ.Κ συγκέντρωσε το 48,07% των ψήφων, η Ν.Δ. το 35,89%, το ΚΚΕ 10,94% και το <<ΚΚΕ ες>> το 1,34%.
(29) Αργότερα βέβαια, μετά το 1993, ο ίδιος Οργανισμός χρησιμοποιήθηκε για την διευκόλυνση του περάσματος αρκετών ΔΕΚΟ στους ιδιώτες ή για το κλείσιμο αρκετών άλλων.
(30) Το ΠΑ.ΣΟ.Κ., καλλιεργώντας ιδιαίτερα έντονα τα <<αντιδεξιά>> αντανακλαστικά μεγάλου τμήματος του λαού και σημαντικών εργατικών μαζών, <<για να μην ξαναγυρίσει η Δεξιά>>, ξανακέρδισε τις εκλογές του 1985, συγκεντρώνοντας το 45,82% των ψήφων, έναντι του 40,84%
που πήρε η Ν.Δ., του 9,84% του ΚΚΕ και του 1,84% του <<ΚΚΕ εσ.>>
(31) Βλ. κριτική του γι’ αυτό από τον Κ. Κάππο(ΚΚΕ), στα Πρακτικά της Ολομέλειας της Αναθεωρητικής Βουλής με ημ/νία 13.1.1986, σελ. 2982
1985 όταν, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή και κάτω από τις αντιδράσεις μεγάλης μερίδας της λαικής του βάσης αλλά και στελεχών του, οδηγήθηκε στο να μην στηρίξει τον μέχρι τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Καραμανλή για νέα προεδρική θητεία, όπως αρχικά φαινόταν ότι θα κάνει και να υποδείξει για υποψήφιο Πρόεδρο τον Χρ. Σαρτζετάκη, ο οποίος και εξελέγη.
(32) Στο Σύνταγμα, με την Αναθεώρηση του 1985-1986, προστέθηκε, σε σχέση με το δημοψήφισμα, η δυνατότητα προκήρυξής του και για ψηφισμένα νομοσχέδια, ορισμένης κατηγορίας (εκείνα που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό θέμα) και με εξαιρέσεις (τα δημοσιονομικά), ύστερα από πρόταση 120 βουλευτών και απόφαση από 180 βουλευτές (άρθρ. 44 παρ. 2 εδ. β’,γ’ και δ’)
(33) Αξιοποιώντας ως πρόσχημα διαδικαστικό ότι δεν συγκεντρώνονταν οι 50 υπογραφές που προέβλεπε το άρθρο 110 του Σ. που καθόριζε την αναθεωρητική διαδικασία, αγνοώντας τον κυριαρχικό ρόλο της Βουλής
(34) Βλ. Πρακτικά Ολομέλειας Αναθεωρητικής Βουλής με ημ/νία 15.1.1986, σελ. 3139-3141
(35) Βλ. Πρακτικά Ολομέλειας Αναθεωρητικής Βουλής με ημ/νία 6.3.1986, σελ. 4787-4788
(36) Βλ. Πρακτικά Ολομέλειας Αναθεωρητικής Βουλής με ημ/νία 6.3.1986, σελ. 4795-4796
(37) Βλ. Πρακτικά Ολομέλειας Αναθεωρητικής Βουλής με ημ/νία 6.3.1986, σελ. 4777-4782
(38) Βλ. Ευάγ. Βενιζέλου <<Η Αναθεώρηση του Συντάγματος-Συνολικό Σχέδιο για την Ελλάδα του 21ου αιώνα, ό.π., σελ. 22 (39) Βλ. επίσης Ξεν. Κοντιάδη, Αποτίμηση της αναθεώρησης του 2001, 5 χρόνια από τη συνταγμ. Αναθεώρηση του 2001, εκδ. Σάκκουλα 2006 (40) Βλ. Βουλή των Ελλήνων, Περίοδος Θ’- Σύνοδος Β’, Προτάσεις Αναθεώρησης διατάξεων του Συντάγματος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και της Ν.Δ., Συμπληρωματικές προτάσεις βουλευτών, Επανέκδοση, Απρίλιος 2000, Από το Τμήμα Εκδόσεων της Βουλής των Ελλήνων. (41) Βλ. Ευάγ. Βενιζέλου, ό.π. σελ. 22 (42) Βλ. την πρόταση του ΚΚΕ στην έκθεση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, Βουλή των Ελλήνων Περίοδος Η’-Σύνοδος Γ’, επανέκδοση, Αθήνα Ιούνιος 1997, από το τμήμα εκδόσεων της Βουλής (43) Βλ. ενδεικτικά τοποθέτηση Γενικού Εισηγητή ΚΚΕ, Αντ. Σκυλλάκου στην έκθεση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων, Περίοδος Ι’-Σύνοδος Α’, Αθήνα 2000 (44) Βλ. Εισηγητική Έκθεση της πρότασης του ΠΑ.ΣΟ.Κ. για την αναθεώρηση, ό.π. Επανέκδοση Απρίλιος 2000, από το τμήμα εκδόσεων της Βουλής των Ελλήνων (45) Βλ. τις εισηγήσεις των γενικών εισηγητών ΠΑ.ΣΟ.Κ. (Ευάγ. Βενιζέλου) και Ν.Δ. (Ιωάν. Βαρβιτσιώτη) στην έκθεση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, Αθήνα 2000 (46) Βλ. Εισηγήσεις γενικών εισηγητών ΠΑ.ΣΟ.Κ. (Ευάγ. Βενιζέλου) και Ν.Δ.(Ιωάν. Βαρβιτσιώτη) ό,π. (47) Βλ. Δημ. Τσάτσου, Αναθεώρηση του Συντάγματος, Τέσσερα κείμενα, εκδ. οίκος Λιβάνη, Αθήνα 2006, σελ. 18 (48) Βλ. Χ.Π. Παμπούκη, 3 ζητούμενα, Σκέψεις και απόψεις με αφορμή τη νέα αναθεώρηση του Συντάγματος, εκδ. οίκος Λιβάνη, σελ. 48 (49) Βλ. επίσης Ξεν. Κοντιάδη, ό.π., σελ. 60-61 (50) Βλ. εισήγηση γεν. εισηγητή ΠΑ.ΣΟ.Κ., στην έκθεση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, Αθήνα 2000, σελ. 26-29 (51) Βλ. Προτάσεις για την Αναθεώρηση του Συντάγματος που υποβλήθηκαν από Ν.Δ. και ΠΑ.ΣΟ.Κ., Αθήνα Σεπτέμβριος 2006, από το τμήμα εκδόσεων της Βουλής, σελ. 11 (52) Βλ. Προτάσεις για την Αναθεώρηση του Συντάγματος που υποβλήθηκαν από Ν.Δ. και ΠΑ.ΣΟ.Κ., Αθήνα Σεπτέμβριος 2006, από το τμήμα εκδόσεων της Βουλής, σελ. 12 (53) Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. πρότεινε αρχικά να δημιουργηθεί ένα όργανο που να συγκροτείται από κοινού από όλους τους κλάδους της δικαιοσύνης, το οποίο θα προτείνει κάποια πρόσωπα, από τα οποία η κυβέρνηση θα επιλέγει τα προεδρεία των τριών ανωτάτων δικαστηρίων. Η Ν.Δ. πρότεινε η Ολομέλεια κάθε ανώτατου δικαστηρίου να προεπιλέγει τρία πρόσωπα, από αυτά που έχουν θητεία τριών χρόνων τουλάχιστον στα δικαστήρια αυτά, από τα οποία η κυβέρνηση θα κάνει την τελική επιλογή των προεδρείων των δικαστηρίων αυτών. (54) Βλ. Συμπληρωματική εισήγηση του γεν. εισηγ. του ΚΚΕ Αντ. Σκυλλάκου επί των επιμέρους ενοτήτων των υπό αναθεώρηση διατάξεων του Σ. στην έκθεση της Επιτροπής Αναθεώρησης, Αθήνα 2000 (55) Βλ. Ευάγ. Βενιζέλου-Κώστα Χρυσόγονου, <<Το πρόβλημα της συνταγματικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα>>, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2006, σελ. 14-17
(56) Βλ. Προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος που υποβλήθηκαν από τη Ν.Δ. και το ΠΑ.ΣΟ.Κ., Αθήνα Σεπτέμβριος 2006, σελ. 16
(57) Βλ. Μάκη Μαίλη, ό.π., σελ. 70
(58) Βλ. τις Προτάσεις Ν.Δ. και ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην έκδοση της Βουλής, ό.π. Αθήνα Σεπτέμβριος 2006
(59) Βλ. την Πρόταση στην σχετική έκδοση της Βουλής, Αθήνα Νοέμβριος 2006
(60) Η Ν.Δ προτείνει ουσιαστικά την αναθεώρηση 24 και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. 16 άρθρων
(61) Μόνο από το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών έχουν διατεθεί στη δεκαετία 1998-2007 πάνω από 100 εκατομμύρια ευρώ σε Μ.Κ.Ο. Βλ. Ριζοσπάστης, Κυριακή 3.2.2008, σελ. 18,19